pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 2 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως "υπότιτλος", "flashcard", "κατανόηση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
to communicate

to exchange information, news, ideas, etc. with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to communicate"
communication

the process or activity of exchanging information or expressing feelings, thoughts, or ideas by speaking, writing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "communication"
tip

a helpful suggestion or a piece of advice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tip"
successful

getting the results you hoped for or wanted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successful"
language learning

the process of learning the necessary skills to communicate with a language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "language learning"
to keep

to have or continue to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to keep"
vocabulary

all the words used in a particular language or subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocabulary"
notebook

a small book with plain or ruled pages that we can write or draw in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notebook"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
flashcard

a small card with words or pictures on it, which help students to learn or memorize things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flashcard"
to talk

to tell someone about the feelings or ideas that we have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to talk"
native speaker

someone who has learned a language as their first language, and not as a foreign language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "native speaker"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
movie

a story told through a series of moving pictures with sound, usually watched via television or in a cinema

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "movie"
subtitle

transcribed or translated words of the narrative or dialogues of a movie or TV show, appearing at the bottom of the screen to help deaf people or those who do not understand the language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subtitle"
yourself

used when a person who is addressed is both the one who does an action and the one who receives the action

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yourself"
out loud

in way that is easily heard by everyone

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out loud"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
to increase

to become larger in amount or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to increase"
fluency

the quality of being able to speak or write very well and easily in a foreign language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluency"
to improve

to make a person or thing better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improve"
comprehension

the ability or process of understanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comprehension"
skill

an ability to do something well, especially after training

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skill"
recently

at or during a time that is not long ago

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recently"
magazine

a colorful thin book that has news, pictures, and stories about different things like fashion, sports, and animals, usually issued weekly or monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magazine"
comic book

a magazine that contains a series of stories that are told by using pictures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comic book"
excellent

very good in quality or other traits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excellent"
fantastic

extremely amazing and great

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fantastic"
conversation

a talk that is between two or more people and they tell each other about different things like feelings, ideas, and thoughts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conversation"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
mirror

a flat surface made of glass that people can see themselves in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mirror"
helpful

offering assistance or support, making tasks easier or problems more manageable for others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpful"
to believe

to accept something to be true even without proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to believe"
to belong

to be one's property

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to belong"
to forget

to not be able to remember something or someone from the past

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forget"
to hate

to really not like something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hate"
to hope

to want something to happen or be true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hope"
to know

to have some information about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to know"
to like

to feel that someone or something is good, enjoyable, or interesting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to like"
love

the very strong emotion we have for someone or something that is important to us and we like a lot and want to take care of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "love"
to need

to want something or someone that we must have if we want to do or be something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to need"
own

used for showing that someone or something belongs to or is connected with a particular person or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "own"
to want

to wish to do or have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to want"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek