pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 3 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως «προετοιμασία», «πωλητής», «τύλιγμα» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
food

things that people and animals eat, such as meat or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food"
street

a public path for vehicles in a village, town, or city, usually with buildings, houses, etc. on its sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "street"
preparation

the process or act of making a person or thing ready for use, an event, act, situation, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preparation"
to bake

to cook food, usually in an oven, without any extra fat or liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bake"
to fry

to cook in hot oil or fat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fry"
to boil

to cook food in very hot water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boil"
to grill

to cook food directly over or under high heat, typically on a metal tray

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grill"
to melt

(of something in solid form) to turn into liquid form by being subjected to heat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to melt"
microwave

a kitchen appliance that uses electricity to quickly heat or cook food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microwave"
to roast

to cook something, especially meat, over a fire or in an oven for an extended period

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roast"
to steam

to cook using the steam of boiling water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steam"
corner

a point or area at which two edges, sides, or lines meet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corner"
empanada

a fried or baked pastry filled with meat, cheese, vegetables, etc., mostly found in Spain and Latin America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empanada"
bagel

a type of bread shaped like a ring with a hard texture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bagel"
satay sauce

a spicy sauce made with peanuts served with an Indonesian or Malaysian food of the same name

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "satay sauce"
snack

a small meal that is usually eaten between the main meals or when there is not much time for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snack"
dough

a thick mixture of flour, liquid and sometimes yeast that is baked into bread or pastry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dough"
meat

the flesh of animals and birds that we can eat as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meat"
combination

a unified whole created by joining or mixing two or more distinct elements or parts together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "combination"
vendor

someone on the street who offers food, clothing, etc. for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendor"
butter

a soft, yellow food made from cream that we spread on bread or use in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butter"
popular

receiving a lot of love and attention from many people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "popular"
wooden

made of a hard material that forms the branches and trunks of trees

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wooden"
stick

a long and thin object that is used as a support while walking, especially by elderly people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stick"
to serve

to give someone food or drink

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to serve"
to make

to prepare or cook something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
to wrap

to cover an object in paper, soft fabric, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wrap"
to mix

to combine different substances, elements, or ingredients together to create a unified whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mix"
to pour

to make a container's liquid flow out of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pour"
to fill

to make something full

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fill"
to cover

to put something over something else in a way that hides or protects it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cover"
to add

to put something such as an ingredient, additional element, etc. together with something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to add"
to shape

to give something a particular form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shape"
peanut

a type of nut that could be eaten, growing underground in a thin shell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peanut"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek