pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 1 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως "πολίτης", "επικράτηση", "διάσωση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
to create

to bring something into existence or make something happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to create"
citizen

someone whose right of belonging to a particular state is legally recognized either because they are born there or are naturalized

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "citizen"
journalism

the product that is the result of a journalist's work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journalism"
to update

to make something more useful or modern by adding the most recent information to it, improving its faults, or making new features available for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to update"
winner

someone who achieves the best results or performs better than other players in a game, sport, or competition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "winner"
election

the process in which people choose a person or group of people for a position, particularly a political one, through voting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "election"
to list

to write down information, such as names or items, often in a specific order, to make it easier to refer to later

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to list"
newspaper

a set of large folded sheets of paper with lots of stories, pictures, and information printed on them about things like sport, politic, etc., usually issued daily or weekly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newspaper"
recently

at or during a time that is not long ago

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recently"
description

a written or oral piece intended to give a mental image of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "description"
to rescue

to save a person or thing from danger, harm, or a bad situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rescue"
whale

a very large animal that lives in the sea, with horizontal tail fin and a blowhole on top of its head for breathing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whale"
Dominican Republic

a Spanish-speaking republic country in the Caribbean Sea that covers the eastern half of Hispaniola island

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dominican Republic"
hurricane

a very strong and destructive wind that moves in circles, often seen in the Caribbean

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hurricane"
reporter

a person who gathers and reports news or does interviews for a newspaper, TV, radio station, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reporter"
breaking news

information that has been just received by a television or radio news channel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breaking news"
article

a piece of writing about a particular subject on a website, in a newspaper, magazine, or other publication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "article"
prevalence

the state or quality of existing or happening every commonly in a specific place or at a specific time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prevalence"
content

all the things that are held, included, or contained in something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "content"
media

the ways through which people receive information such as newspapers, television, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "media"
organization

a group of people who work together for a particular reason, such as a business, department, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organization"
entire

involving or describing the whole of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entire"
to select

to choose someone or something from a group of people or things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to select"
editor

someone who is in charge of a newspaper agency, magazine, etc. and decides what should be published

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "editor"
fact

something that is known to be true or real, especially when it can be proved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fact"
incorrect

having mistakes or inaccuracies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incorrect"
fake news

a piece of news that is not true or confirmed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fake news"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
instantly

with no delay and at once

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instantly"
immediately

in a way that is instant and involves no delay

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immediately"
trustworthy

able to be trusted or relied on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trustworthy"
to lower

to reduce something in degree, amount, quality, or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lower"
cost

an amount we pay to buy, do, or make something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cost"
frequent

done or happening regularly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frequent"
use

the state or fact of being used; the action of using something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "use"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek