pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 5 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως «ρυθμός», «πυκνά», «βιομηχανία» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
travel

the act of going to a different place, usually a place that is far

ταξίδι, μετακίνηση

ταξίδι, μετακίνηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel"
tourism

‌the business of providing accommodation, services and entertainment for people who are visiting a place for pleasure

τουρισμός, τουριστική βιομηχανία

τουρισμός, τουριστική βιομηχανία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourism"
world-famous

widely known and recognized around the world

παγκοσμίως διάσημος, διεθνώς αναγνωρίσιμος

παγκοσμίως διάσημος, διεθνώς αναγνωρίσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "world-famous"
high-tech

having or using the most advanced technology, methods, or material

υψηλής τεχνολογίας, υψηλής τεχνολογικής ανάπτυξης

υψηλής τεχνολογίας, υψηλής τεχνολογικής ανάπτυξης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-tech"
slow

moving, happening, or being done at a speed that is low

αργός, βραδύς

αργός, βραδύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow"
pace

a person's speed when walking, moving, or running

ρυθμός, ταχύτητα

ρυθμός, ταχύτητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pace"
densely

in a manner that is closely compacted or crowded, with a high concentration of something in a given area

συμπαγώς, πυκνά

συμπαγώς, πυκνά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "densely"
populated

(of an area or region) inhabited by many people or living beings

κατοικημένος, πληθυσμένος

κατοικημένος, πληθυσμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "populated"
highly

to a high level or degree

υψηλά, πολύ

υψηλά, πολύ

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "highly"
educated

having received a good education

μορφωμένος, καλλιεργημένος

μορφωμένος, καλλιεργημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "educated"
open-minded

ready to accept or listen to different views and opinions

ανοιχτόμυαλος, ανοιχτός σε νέα δεδομένα

ανοιχτόμυαλος, ανοιχτός σε νέα δεδομένα

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open-minded"
fun-loving

describing someone who enjoys having fun, is lighthearted, and has an enthusiastic and playful nature

διασκεδαστικός, ευδιάφορος

διασκεδαστικός, ευδιάφορος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fun-loving"
culturally

in a way that is related to the cultural ideas and behavior of a particular group or society

πολιτισμικά, κουλτουριάρικα

πολιτισμικά, κουλτουριάρικα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culturally"
diverse

showing a variety of distinct types or qualities

ποικιλόμορφος, διαφορετικός

ποικιλόμορφος, διαφορετικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diverse"
interesting

catching and keeping our attention because of being unusual, exciting, etc.

ενδιαφέρον, συναρπαστικό

ενδιαφέρον, συναρπαστικό

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interesting"
center

the part of a city or town in which most of the shops, offices, and entertainment facilities are located

κέντρο (kentro), κεντρική περιοχή (kentrikí periochí)

κέντρο (kentro), κεντρική περιοχή (kentrikí periochí)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "center"
industry

the manufacture of goods using raw materials, particularly in factories

βιομηχανία, κλάδος

βιομηχανία, κλάδος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industry"
capital

the city or town that is considered to be the political center of a country or state, from which the government operates

πρωτεύουσα, κυβερνητική έδρα

πρωτεύουσα, κυβερνητική έδρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital"
hurry

a state of urgency or rush, often caused by a need to complete a task quickly or reach a destination within a limited timeframe

βιασύνη, επείγουσα κατάσταση

βιασύνη, επείγουσα κατάσταση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hurry"
per

for one person or thing

ανά, κατά

ανά, κατά

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "per"
wide

having a large length from side to side

φάρδυς (fárdys), ευρύς (evrýs)

φάρδυς (fárdys), ευρύς (evrýs)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wide"
road

a wide path made for cars, buses, etc. to travel along

δρόμος, οδός

δρόμος, οδός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road"
public transportation

the system of vehicles, such as buses, trains, etc. that are available to everyone and provided by the government or companies

δημόσια συγκοινωνία, δημόσιες μεταφορές

δημόσια συγκοινωνία, δημόσιες μεταφορές

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public transportation"
to continue

to not stop something, such as a task or activity, and keep doing it

Συνεχίζω, Προχωρώ

Συνεχίζω, Προχωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to continue"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

εμπειρία, πείρα

εμπειρία, πείρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
extremely

to a very great amount or degree

εξαιρετικά, πολύ

εξαιρετικά, πολύ

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extremely"
all over

throughout an entire area or surface

παντού, σε όλη την επιφάνεια

παντού, σε όλη την επιφάνεια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all over"
crowded

(of a space) filled with things or people

πολυσύχναστος, συγκεντρωμένος

πολυσύχναστος, συγκεντρωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crowded"
scene

a subdivision of an act in a play or an opera with a fixed setting and continuous action

σκηνή, σκηνικό

σκηνή, σκηνικό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scene"
cheap

having a low price

φτηνός, χαμηλής τιμής

φτηνός, χαμηλής τιμής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheap"
expensive

having a high price

ακριβός, δαπανηρός

ακριβός, δαπανηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
better

having more of a good quality

καλύτερος, υποδεέστερος

καλύτερος, υποδεέστερος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "better"
best

superior to everything else that is in the same category

καλύτερος, άριστος

καλύτερος, άριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "best"
worse

having a lower standard, value, or quality than another thing or person

χειρότερος, άσχημος

χειρότερος, άσχημος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worse"
worst

the least desirable or most unfavorable condition, quality, or characteristic of something

χειρότερος, καταλληλότερος

χειρότερος, καταλληλότερος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worst"
as

used in making a comparison between two things or persons

ως, σαν

ως, σαν

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "as"
than

used to add a second part to a comparison

παρά, από

παρά, από

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "than"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek