pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Μονάδα 11 - 11Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 11 - 11Α στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως "υπευθυνότητα", "ταξινόμηση", "συνέδριο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
responsibility

the obligation to perform a particular duty or task that is assigned to one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsibility"
to work

to do a job or task, usually for a company or organization, in order to receive money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work"
unusual

not commonly happening or done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unusual"
hour

each of the twenty-four time periods that exist in a day and each time period is made up of sixty minutes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hour"
to sort out

to resolve a problem or difficulty by finding a solution or answer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sort out"
problem

something that causes difficulties and is hard to overcome

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "problem"
conference

an official meeting where a group of people discuss a certain matter, which often continues for days

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conference"
to go for

to pursue or try to achieve something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go for"
audition

a meeting during which actors, singers, or dancers show their skills and abilities in front of casting directors, producers, or other decision-makers to be considered for a role in a production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "audition"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
finance

the act of managing large sums of money, especially by governments or corporations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finance"
to deal with

to take the necessary action regarding someone or something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deal with"
customer

a person, organization, company, etc. that pays to get things from businesses or stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customer"
client

a person or organization that pays for the services of a company or recommendations of a professional

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "client"
to arrange

to organize items in a specific order to make them more convenient, accessible, or understandable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrange"
meeting

an event in which people meet, either in person or online, to talk about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meeting"
work shift

the time that a person is required to be working or present at work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work shift"
in charge of

having control or responsibility for someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in charge of"
company

an organization that does business and earns money from it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "company"
overtime

the extra hours a person works at their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overtime"
to run

to own, manage, or organize something such as a business, campaign, a group of animals, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run"
department

a part of an organization such as a university, government, etc. that deals with a particular task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "department"
to organize

to put things into a particular order or structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to organize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek