pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Ενότητα 9 - 9Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9D στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως "ρινική καταρροή", "εξάνθημα", "αντιβιοτικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
asthma

a disease that causes shortness of breath and difficulty in breathing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asthma"
antibiotic

a drug that is used to destroy bacteria or stop their growth, like Penicillin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antibiotic"
runny nose

a condition in which the nose produces an excessive amount of fluid or mucus, often as a result of a cold or allergy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "runny nose"
blocked-up nose

a condition in which a person's nostrils are full and they have difficulty breathing through their nose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blocked-up nose"
allergy

a medical condition in which one's body severely reacts to a specific substance if it is inhaled, touched, or ingested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergy"
wheezy

having a tone of a reed instrument

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheezy"
penicillin

any of variation of antibiotics obtained from Penicillium moulds and used to treat or prevent a wide range of bacterial infections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penicillin"
hay fever

an illness that causes a runny nose and watery eyes, caused by dust from plants that come into the body through the air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hay fever"
flu

an infectious disease similar to a bad cold, causing fever and severe pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flu"
to sneeze

to blow air out of our nose and mouth in a sudden way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sneeze"
migraine

a severe recurring type of headache, particularly affecting one side of the head, and often causing visual disturbances and nausea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "migraine"
sick

not in a good and healthy physical or mental state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
to throw up

to expel the contents of the stomach through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw up"
infection

a condition in which harmful germs, such as bacteria or viruses, invade the body and cause harm, leading to symptoms such as fever, pain, and swelling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infection"
sore throat

a condition when you feel pain in the throat, usually caused by bacteria or viruses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore throat"
painkiller

a type of medicine that is used to reduce or relieve pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painkiller"
virus

a microscopic agent that causes disease in people, animals, and plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virus"
paracetamol

a synthetic compound, usually in the form of tablet, used to treat or reduce fever and pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paracetamol"
temperature

a condition characterized by a body temperature above the normal range, often indicating an immune response to infection or illness within the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temperature"
food poisoning

an illness resulting from the consumption of food or water contaminated with bacteria

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food poisoning"
to cough

to push air out of our mouth with a sudden noise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cough"
cold

a mild disease that we usually get when viruses affect our body and make us cough, sneeze, or have fever

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
rash

a part of one's skin covered with red spots, which is usually caused by a sickness or an allergic reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rash"
diarrhea

a medical condition in which body waste turns to liquid and comes out frequently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diarrhea"
stomachache

a pain in or near someone's stomach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomachache"
cough medicine

a‌ medicine, often in a form of liquid, that one takes to relieve coughing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cough medicine"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek