pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Ενότητα 9 - 9Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Β στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως «χρέος», «διαμαρτυρία», «απαίτηση» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
news

reports on recent events that are broadcast or published

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "news"
to pay off

to give the full amount of money owed on a debt or loan

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay off"
debt

an amount of money or a favor that is owed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debt"
to take part

to participate in something, such as an event or activity

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] part"
demonstration

the act of displaying or expressing something such as an emotion or opinion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demonstration"
hospital

a large building where sick or injured people receive medical treatment and care

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hospital"
to publish

to produce a newspaper, book, etc. for the public to purchase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to publish"
report

a written description of something that includes pieces of information that someone needs to know

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "report"
to protest

to show disagreement by taking action or expressing it verbally, particularly in public

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protest"
to meet a deadline

to complete a task or project before a specific time or date that has been agreed upon or set as a requirement

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [meet] a [deadline|target]"
to discover

to be the first person who finds something or someplace that others did not know about

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discover"
new

recently invented, made, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "new"
to accept

to say yes to what is asked of you or offered to you

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accept"
to reject

to refuse to accept a proposal, idea, person, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reject"
to offer

to present or propose something to someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to offer"
to go (out) on (a) strike

(of a group of employees) to refuse to work as a form of protest or to demand changes to their working conditions, pay, or other employment-related issues

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] (out|) on (a|) strike"
to call off

to cancel what has been planned

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek