pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Μονάδα 12 - 12Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 - 12Α στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως "ενόχλησε", "κολλάει", "φανταχτερό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
to fancy

to picture or imagine something in one's mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fancy"
bothered

experiencing an emotional or mental discomfort due to an annoying situation or a person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bothered"
to feel up to

to feel one has enough energy and mental capacity to be able to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feel up to"
broke

having little or no financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broke"
to hang around

to spend time in a place, often without a specific purpose or activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang around"
rubbish

unwanted, worthless, and unneeded things that people throw away

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rubbish"
to be into somebody or something

to have a strong interest or attraction towards a particular person or thing

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] into {sb/sth}"
somebody could do with somebody or something

used to mean that one benefits from having someone or something present or available to one

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "{sb} could do with {sb/sth}"
sick

mentally or emotionally disturbed or unhealthy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
off

away from a location or position in time or space

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off"
to be up to something

to be involved in a particular activity or to be planning something, often with a sense of secrecy or suspicion

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] up to something"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek