pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Ενότητα 10 - 10Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - 10Β στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως «ριγέ», «βαμμένο», «αλογοουρά» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
to describe

to give details about someone or something to say what they are like

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to describe"
people

human beings as a group, including men, women, and children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "people"
fair

(of skin or hair) very light in color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
dark

(of hair, skin, or eyes) characterized by a deep brown color that can range from light to very dark shades

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark"
red

(of a person's hair) orange-brown or red-brown in color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red"
blonde

(often of a woman) having fair or light-colored hair and skin

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blonde"
dyed

colored in a way that is not natural, but done artificially

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dyed"
hair

the thin thread-like things that grow on our head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair"
long

(of a person) having a greater than average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
short

(of a person) having a height that is less than what is thought to be the average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
shoulder-length

(of hair) long in a way that reaches down the shoulders

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoulder-length"
straight

(of hair) not curly or wavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
curly

(of hair) having a spiral-like pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curly"
wavy

(of hair) having a slight curl or wave to it, creating a soft and gentle appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wavy"
ponytail

a hairstyle in which the hair is pulled away from the face and gathered at the back of the head, secured in a way that hangs loosely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ponytail"
bald

having little or no hair on the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bald"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
striped

having a pattern of straight parallel lines

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "striped"
flowery

having patterns or designs featuring flowers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flowery"
plain

simple in design, without a specific pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plain"
tie

a long and narrow piece of fabric tied around the collar, particularly worn by men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tie"
dress

a piece of clothing worn by girls and women that is made in one piece and covers the body down to the legs but has no separate part for each leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dress"
shirt

a piece of clothing usually worn by men on the upper half of the body, typically with a collar and sleeves, and with buttons down the front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shirt"
glasses

a pair of lenses set in a frame that rests on the nose and ears, which we wear to see more clearly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glasses"
teens

the period of one's life between the age of 13 and 19

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teens"
twenties

the decade of someone's life when they are aged 20 to 29 years old

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twenties"
early

indicating things that occur near the beginning of a series, development, process, or condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "early"
mid-thirties

a person's age being between 35 and 39 years old

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mid-thirties"
late

toward the end of a specific period of time or phase in someone's life

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "late"
forties

the period of time in someone's life between the ages of 40 and 49

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forties"
jewelry

objects such as necklaces, bracelets or rings, typically made from precious metals such as gold and silver, that we wear as decoration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jewelry"
gray

having a color between white and black, like most koalas or dolphins

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray"
mustache

hair that grows or left to grow above the upper lip

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mustache"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek