pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Μονάδα 9 - 9C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Γ στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως "απάντηση", "ρίγος", "παρά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
body

our or an animal's hands, legs, head, and every other part together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
movement

an act of moving a body part or the whole body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "movement"
response

a physical or emotional reaction that happens as a result of a a specific situation, event, or experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "response"
to cry

to have tears coming from your eyes as a result of a strong emotion such as sadness, pain, or sorrow

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cry"
to laugh

to make happy sounds and move our face like we are smiling because something is funny

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to laugh"
to smile

to make our mouth curve upwards, often in a way that our teeth can be seen, to show that we are happy or amused

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smile"
to yawn

to unexpectedly open one's mouth wide and deeply breathe in because of being bored or tired

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yawn"
to wave

to raise one's hand and move it from side to side to greet someone or attract their attention

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wave"
to shiver

to slightly shake as a result of feeling cold, scared, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shiver"
to blush

to become red in the face, especially as a result of shyness or shame

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blush"
to stretch

to extend one's body parts or one's entire body to full length

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stretch"
to scratch

to make small cuts or marks on a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scratch"
to crawl

to move slowly with the body near the ground or on the hands and knees

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crawl"
to frown

to bring your eyebrows closer together showing anger, sadness, or confusion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to frown"
to sweat

to produce small drops of liquid on the surface of one's skin

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sweat"
although

used to introduce a contrast to what has just been said

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "although"
despite

used to show that something happened or is true, even though there was a difficulty or obstacle that might have prevented it

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "despite"
however

used to add a statement that contradicts what was just mentioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "however"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek