pattern

Βιβλίο Insight - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 7 - 7Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Pre-Intermediate, όπως "εκτίμηση", "μισό", "νόμισμα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Pre-Intermediate
figure

the shape of a person's body, particularly a woman, when it is considered appealing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figure"
building

a structure that has walls, a roof, and sometimes many levels, like an apartment, house, school, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "building"
language

the system of communication by spoken or written words, that the people of a particular country or region use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "language"
food

things that people and animals eat, such as meat or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food"
music

a series of sounds made by instruments or voices, arranged in a way that is pleasant to listen to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "music"
clothes

the things we wear to cover our body, such as pants, shirts, and jackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes"
people

human beings as a group, including men, women, and children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "people"
to increase

to become larger in amount or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to increase"
to estimate

to guess the value, number, quantity, size, etc. of something without exact calculation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to estimate"
to double

to increase something by two times its original amount or value

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to double"
to multiply

(mathematics) to add a number to itself a certain number of times

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to multiply"
to calculate

to find a number or amount using mathematics

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to calculate"
to decrease

to become less in amount, size, or degree

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decrease"
to halve

to divide something into two equal or nearly equal parts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to halve"
to divide

to separate people or things into two or more groups, parts, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divide"
end

the final part of something, such as an event, a story, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "end"
second

coming or happening just after the first person or thing

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second"
end

the goal or purpose of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "end"
second

each of the sixty parts that creates one minute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second"
figure

a symbol that represents any number between 0 and 9

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figure"
way

a method or style according to which something is done

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "way"
present

something given to someone as a sign of appreciation or on a special occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "present"
the country

an area with farms, fields, and trees, outside cities and towns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the country"
time

a time period that provides an opportunity to do things or accomplish goals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time"
race

an attempt to achieve something first in a competition, contest, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "race"
architecture

the study or art of building and designing houses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architecture"
area

a particular part or region of a city, country, or the world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "area"
climate

the typical weather conditions of a particular region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate"
culture

the general beliefs, customs, and lifestyles of a specific society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture"
currency

the type or system of money that is used by a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "currency"
ethnic group

a group of people who share a common culture, language, religion, or ancestry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethnic group"
geography

the scientific study of the physical features of the Earth and its atmosphere, divisions, products, population, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "geography"
history

all the events of the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "history"
location

the geographic position of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "location"
population

the number of people who live in a particular city or country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "population"
religion

the belief in a higher power such as a god and the activities it involves or requires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "religion"
time zone

a region of the earth that has the same standard time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time zone"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek