pattern

Βιβλίο Insight - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 2 - 2C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2Γ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Pre-Intermediate, όπως "ακρόαση", "γευστικό", "μαζί" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Pre-Intermediate
sense

any of the five natural abilities of sight, hearing, smell, touch, and taste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sense"
to hear

to notice the sound a person or thing is making

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hear"
hearing

the ability to hear voices or sounds through the ears

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hearing"
nose

the body part that is in the middle of our face and we use to smell and breathe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nose"
to see

to notice a thing or person with our eyes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to see"
skin

the thin layer of tissue that covers the body of a person or an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skin"
smelly

having a strong, unpleasant odor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smelly"
to taste

to have a specific flavor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to taste"
tasty

having a flavor that is pleasent to eat or drink

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tasty"
tongue

the soft movable part inside the mouth used for tasting something or speaking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tongue"
to touch

to put our hand or body part on a thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to touch"
sight

an instance or act of seeing something through visual perception

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sight"
to smell

to release a particular scent

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smell"
eye

a body part on our face that we use for seeing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eye"
ear

each of the two body parts that we use for hearing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ear"
sighted

capable of seeing unlike a blind person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sighted"
across

on the other side of a thing or place

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "across"
along

following the direction of a road, path, or any relatively flat surface

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "along"
away

at a distance from someone, somewhere, or something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "away"
down

at or toward a lower level or position

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "down"
into

to the inner part or a position inside a place

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "into"
out of

due to a particular feeling or state of mind

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out of"
over

at a position above or higher than something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "over"
past

used to indicate movement in a direction beyond or to the other side of someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "past"
through

used to indicate movement or passage from one side or end to the other

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "through"
toward

in the direction of a particular person or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toward"
under

in or to a position that is below something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "under"
up

at a higher position

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek