pattern

Βιβλίο Insight - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 2 - 2Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Pre-Intermediate, όπως "αγρότης", "έρημος", "υπερπληθυσμός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Pre-Intermediate
railway station

a place designed for goods or passengers to get on or off trains

σταθμός τρένου, σιδηροδρομικός σταθμός

σταθμός τρένου, σιδηροδρομικός σταθμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "railway station"
farmer

someone who has a farm or manages a farm

αγρότης, γεωργός

αγρότης, γεωργός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "farmer"
miner

a person who works in a mine, extracting minerals, coal, or other valuable materials from the earth

όρυμος, μεταλλωρύχος

όρυμος, μεταλλωρύχος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miner"
soldier

someone who serves in an army, particularly a person who is not an officer

στρατιώτης, πολεμιστής

στρατιώτης, πολεμιστής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soldier"
criminal

a person who does or is involved in an illegal activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criminal"
business people

people who are involved in commercial or industrial activities, such as buying, selling, or managing a company

επιχειρηματίες, επαγγελματίες

επιχειρηματίες, επαγγελματίες

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business people"
railwayman

someone who works on or with trains and the railway system

σιδηροδρομικός, σιδηροδρομικός υπάλληλος

σιδηροδρομικός, σιδηροδρομικός υπάλληλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "railwayman"
unemployment

the state of being without a job

ανεργία, έλλειψη εργασίας

ανεργία, έλλειψη εργασίας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unemployment"
pollution

a change in water, air, etc. that makes it harmful or dangerous

ρύπανση, μόλυνση

ρύπανση, μόλυνση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollution"
natural disaster

any destruction caused by the nature that results in a great amount of damage or the death of many, such as an earthquake, flood, etc.

φυσική καταστροφή, φυσική καταστροφή

φυσική καταστροφή, φυσική καταστροφή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "natural disaster"
war

a state of armed fighting between two or more groups, nations, or states

πόλεμος, μάχη

πόλεμος, μάχη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "war"
famine

a situation where there is not enough food that causes hunger and death

λιμός, πείνα

λιμός, πείνα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famine"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

έγκλημα, παράβαση

έγκλημα, παράβαση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
to overcrowd

to be filled with more people or things than is comfortable, safe, or desirable

υπερπλήρω, κατακλύζω

υπερπλήρω, κατακλύζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overcrowd"
poverty

the condition of lacking enough money or income to afford basic needs like food, clothing, etc.

φτώχεια, ανέχεια

φτώχεια, ανέχεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poverty"
deserted

(of a person or thing) having been left alone or abandoned by others

εγκαταλελειμμένος, έρημος

εγκαταλελειμμένος, έρημος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deserted"
crowded

(of a space) filled with things or people

πολυσύχναστος, συγκεντρωμένος

πολυσύχναστος, συγκεντρωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crowded"
clean

not having any bacteria, marks, or dirt

καθαρός, καθαρή

καθαρός, καθαρή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean"
dirty

having stains, bacteria, marks, or dirt

βρώμικος, λερωμένος

βρώμικος, λερωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dirty"
wide

having a large length from side to side

φάρδυς (fárdys), ευρύς (evrýs)

φάρδυς (fárdys), ευρύς (evrýs)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wide"
narrow

having a limited distance between opposite sides

στενός, 좁ός

στενός, 좁ός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "narrow"
unpopular

not liked or approved of by a large number of people

αξιομίσειτος, μη δημοφιλής

αξιομίσειτος, μη δημοφιλής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpopular"
popular

receiving a lot of love and attention from many people

δημοφιλής, γνωστός

δημοφιλής, γνωστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "popular"
safe

protected from any danger

ασφαλής, protected

ασφαλής, protected

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safe"
dangerous

capable of destroying or causing harm to a person or thing

επικίνδυνος, καταστροφικός

επικίνδυνος, καταστροφικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dangerous"
quiet

with little or no noise

ήσυχος, σιγανός

ήσυχος, σιγανός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiet"
lively

(of a place or atmosphere) full of excitement and energy

ζωντανός, ζωηρός

ζωντανός, ζωηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lively"
messy

lacking orderliness or cleanliness

μη οργανωμένος, βρώμικος

μη οργανωμένος, βρώμικος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "messy"
tidy

having a clean and well-organized appearance and state

τακτικός, νοικοκυρεμένος

τακτικός, νοικοκυρεμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tidy"
modern

related to the most recent time or to the present time

σύγχρονος, νεωτερικός

σύγχρονος, νεωτερικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modern"
old

of a particular age

παλιός, ηλικιωμένος

παλιός, ηλικιωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
place

a specific location on the earth's surface, often used in mapping

τόπος, θέση

τόπος, θέση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "place"
town

an area with human population that is smaller than a city and larger than a village

πόλη (póli), κωμόπολη (komópoli)

πόλη (póli), κωμόπολη (komópoli)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "town"
church

a building where Christians go to worship and practice their religion

εκκλησία, ναός

εκκλησία, ναός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "church"
market

a public place where people buy and sell groceries

αγορά, παζάρι

αγορά, παζάρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market"
university

an educational institution at the highest level, where we can study for a degree or do research

πανεπιστήμιο, Universität

πανεπιστήμιο, Universität

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "university"
prison

a building where people who did something illegal, such as stealing, murder, etc., are kept as a punishment

φυλακή,  cárcere

φυλακή, cárcere

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prison"
hospital

a large building where sick or injured people receive medical treatment and care

νοσοκομείο, θεραπευτήριο

νοσοκομείο, θεραπευτήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hospital"
theater

a place, usually a building, with a stage where plays and shows are performed

θέατρο, ραδιοφωνικό θέατρο

θέατρο, ραδιοφωνικό θέατρο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theater"
school

a place where children learn things from teachers

σχολείο, διδακτήριο

σχολείο, διδακτήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "school"
casino

a place where people play and bet their money on gambling games

καζίνο, τζόγος

καζίνο, τζόγος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "casino"
tramline

the track or line on which an electric vehicle called a tram moves

γραμμή τραμ, του τραμ γραμμή

γραμμή τραμ, του τραμ γραμμή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tramline"
geographical

related to the study or characteristics of the Earth's surface, including its features, landscapes, and locations

γεωγραφικός, γεωγραφικής

γεωγραφικός, γεωγραφικής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "geographical"
feature

an important or distinctive aspect of something

χαρακτηριστικό, ιδιότητα

χαρακτηριστικό, ιδιότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feature"
cave

a hole or chamber formed underground naturally by rocks gradually breaking down over time

σπήλαιο, καταφύγιο

σπήλαιο, καταφύγιο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cave"
cliff

an area of rock that is high above the ground with a very steep side, often at the edge of the sea

κρημνός, βράχος

κρημνός, βράχος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cliff"
desert

a large, dry area of land with very few plants, typically one covered with sand

έρημος, ρημία

έρημος, ρημία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desert"
forest

a vast area of land that is covered with trees and shrubs

δάσος, φυτικό

δάσος, φυτικό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forest"
hill

a naturally raised area of land that is higher than the land around it, often with a round shape

λόφος, βουνο

λόφος, βουνο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hill"
lake

a large area of water, surrounded by land

λίμνη, γάλαζο νερό

λίμνη, γάλαζο νερό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lake"
mountain

a very tall and large natural structure that looks like a huge hill with a pointed top that is often covered in snow

όρος, βουνό

όρος, βουνό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain"
plain

a vast area of flat land

πεδιάδα, 平原

πεδιάδα, 平原

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plain"
sand dune

a hill of sand built by wind or water flow

αμμόλοφος, άμμος του ανέμου

αμμόλοφος, άμμος του ανέμου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sand dune"
sea

the salt water that covers most of the earth’s surface and surrounds its continents and islands

θάλασσα, πέλαγος

θάλασσα, πέλαγος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sea"
valley

a low area of land between mountains or hills, often with a river flowing through it

κοιλάδα, φαράγγι

κοιλάδα, φαράγγι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valley"
waterfall

a high place, such as a cliff, from which a river or stream falls

καταρράκτης, ρυάκι

καταρράκτης, ρυάκι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waterfall"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek