pattern

Βιβλίο Insight - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 6 - 6Α - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Α - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Pre-Intermediate, όπως "σύλληψη", "παραβάτης", "ορθολογικός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Pre-Intermediate
to get into trouble

to become involved in a problematic or difficult situation, often as a result of one's actions or decisions

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] into trouble"
to arrest

(of law enforcement agencies) to take a person away because they believe that they have done something illegal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrest"
to punish

to cause someone suffering for breaking the law or having done something they should not have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to punish"
offender

someone who has done an illegal act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offender"
to pay

to experience the consequences or punishment for what one has done or believes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay"
fine

an amount of money that must be paid as a legal punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine"
to appear

to become visible and noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appear"
court

the place in which legal proceedings are conducted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "court"
to commit

to be dedicated to a person, cause, policy, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
to charge

to ask a person to pay a certain amount of money in return for a product or service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge"
assault

an act of crime in which someone physically attacks another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assault"
to spend

to pass time in a particular manner or in a certain place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
prison

a building where people who did something illegal, such as stealing, murder, etc., are kept as a punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prison"
happy

emotionally feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
unhappy

experiencing a lack of joy or positive emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhappy"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
irresponsible

neglecting one's duties or obligations, often causing harm or inconvenience to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irresponsible"
thinkable

reasonable or logical to consider

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thinkable"
unthinkable

beyond what is acceptable or reasonable to imagine

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unthinkable"
legal

related to the law or the legal system

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legal"
illegal

forbidden by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegal"
polite

showing good manners and respectful behavior towards others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polite"
impolite

having bad manners or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impolite"
possible

able to exist, happen, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possible"
impossible

not able to occur, exist, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impossible"
usual

happening or done most of the time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "usual"
unusual

not commonly happening or done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unusual"
mature

fully-grown and physically developed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mature"
immature

not fully developed mentally or emotionally, often resulting in behaviors or reactions that are childish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immature"
perfect

completely without mistakes or flaws, reaching the best possible standard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfect"
imperfect

having faults, flaws, or shortcomings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperfect"
rational

(of a person) avoiding emotions and taking logic into account when making decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rational"
irrational

not based on reason, logic, or evidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrational"
literate

having the skills to read and write

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek