pattern

Βιβλίο Insight - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 5 - 5Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Unit 5 - 5D στο Insight Pre-Intermediate coursebook, όπως "break down", "cowardly", "give up" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Pre-Intermediate
to stop off

to make a short visit to a place on the way to another destination

σταματώ να επισκεφτώ, προσωρινά επισκέπτομαι

σταματώ να επισκεφτώ, προσωρινά επισκέπτομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stop off"
to go down

to move from a higher location to a lower one

κατεβαίνω, καταβαίνω

κατεβαίνω, καταβαίνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go down"
to set out

to start a journey

ξεκινούν, αναχωρούν

ξεκινούν, αναχωρούν

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set out"
to break down

(of a machine or vehicle) to stop working as a result of a malfunction

χαλάει, βλάβη

χαλάει, βλάβη

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break down"
to turn back

to go back along the same route one already covered

γυρίζω πίσω, επιστρέφω

γυρίζω πίσω, επιστρέφω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn back"
to carry on

to choose to continue an ongoing activity

συνεχίζω, προχωρώ

συνεχίζω, προχωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry on"
to come across

to discover, meet, or find someone or something by accident

συναντώ τυχαία, ανακαλύπτω τυχαία

συναντώ τυχαία, ανακαλύπτω τυχαία

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come across"
to give up

to stop trying when faced with failures or difficulties

παραιτούμαι, παραδίνομαι

παραιτούμαι, παραδίνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give up"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

προσωπικότητα, χαρακτήρας

προσωπικότητα, χαρακτήρας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
brave

having no fear when doing dangerous or painful things

γενναίος, θαραλλέος

γενναίος, θαραλλέος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brave"
funny

able to make people laugh

αστείος, χαριτωμένος

αστείος, χαριτωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funny"
generous

having a willingness to freely give or share something with others, without expecting anything in return

ευγενικός, γενναιόδωρος

ευγενικός, γενναιόδωρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generous"
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

έντιμος, ειλικρινής

έντιμος, ειλικρινής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
kind

friendly, nice, and caring toward other people's feelings

καλός, ευγενικός

καλός, ευγενικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind"
lazy

avoiding work or activity and preferring to do as little as possible

τεμπέλης, νυστάρης

τεμπέλης, νυστάρης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lazy"
quiet

(of a person) not talking too much

ήσυχος, σιωπηλός

ήσυχος, σιωπηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiet"
shy

nervous and uncomfortable around other people

ντροπαλός, διστακτικός

ντροπαλός, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shy"
dishonest

not truthful or trustworthy, often engaging in immoral behavior

ανέντιμος, ψευματίας

ανέντιμος, ψευματίας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dishonest"
extroverted

describing someone who is outgoing, sociable, and enjoys being around other people

εξωστρεφής, κοινωνικός

εξωστρεφής, κοινωνικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extroverted"
hardworking

(of a person) putting in a lot of effort and dedication to achieve goals or complete tasks

εργατικός, σφιχτός

εργατικός, σφιχτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardworking"
unkind

not friendly, considerate, or showing mercy to others

ανίκανος, σκληρός

ανίκανος, σκληρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unkind"
mean

(of a person) behaving in a way that is unkind or cruel

κακός, άσχημος

κακός, άσχημος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mean"
serious

needing attention and action because of possible danger or risk

σοβαρός, κρίσιμος

σοβαρός, κρίσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serious"
talkative

talking a great deal

φιλολογικός, λαλίστας

φιλολογικός, λαλίστας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "talkative"
cowardly

lacking courage, typically avoiding difficult or dangerous situations

δειλός, θέρος

δειλός, θέρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cowardly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek