pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 43

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
indiscreet

not acting or speaking in a considerate manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indiscreet"
tortious

(of law) related to a wrong action that is not considered criminal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tortious"
tortuous

extremely complicated, intricate, and sometimes tricky to understand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tortuous"
torturous

causing discomfort as a result of physical or mental pain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torturous"
spectator

a person who watches sport competitions closely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spectator"
specter

a ghostly or haunting image or apparition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specter"
spectrum

the range of different wavelengths or frequencies of light or radiation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spectrum"
convergent

approaching each other from different directions to be unified

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convergent"
convergence

the act of approaching each other from different places for the purpose of unifying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convergence"
to converge

(of roads, paths, lines, etc.) to lead toward a point that connects them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to converge"
to degrade

(of human activities or natural forces) to gradually break down rocks, mountains, hills, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to degrade"
degradation

the act of taking away someone's dignity, usually by reducing their rank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degradation"
eloquent

able to utilize language to convey something well, especially in a persuasive manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eloquent"
eloquence

the ability to deliver a clear and strong message

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eloquence"
elocution

a speaking style that involves controlling one's voice and having an accurate pronunciation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elocution"
soliloquy

a talk that one has with oneself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soliloquy"
choral

(of music) made to be sung by a group of singers, especially in church

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choral"
choreography

the act of designing and organizing dance movements for a performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choreography"
to choreograph

to create a sequence of dance steps, often set to music, for a performance or production

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to choreograph"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek