pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 49

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
unbearable

causing extreme discomfort or distress that is difficult to endure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbearable"
unbecoming

not appropriate or attractive, often in a way that goes against accepted standards or social norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbecoming"
unbelief

the state of not holding or accepting beliefs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbelief"
unbridled

lacking restraint, often suggesting a wild nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbridled"
unfounded

not based on fact or evidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfounded"
to transact

to do business with another person or company

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transact"
to transcend

to go or be beyond the material or physical aspects of existence, indicating a superior existence or understanding

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transcend"
to transgress

to knowingly violate regulations or agreements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transgress"
to transliterate

to transform words from one writing system to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transliterate"
translucent

permitting light to pass through but making objects on the other side appear blurred

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "translucent"
to transpire

to emit vapor or gaseous substances into the atmosphere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transpire"
subacid

having a subtle sour taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subacid"
to subdue

to bring something or someone under control, often using authority or force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subdue"
to subside

to go down or settle, either by sinking or gently lowering, as in buildings, on the ground, or in water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subside"
to resuscitate

to bring someone to a state of consciousness, typically by administering medical aid or CPR

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resuscitate"
resurrection

the act of bringing something into activity after a period of disuse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resurrection"
resurgent

bouncing back with newfound strength

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resurgent"
resumption

the act of starting again after a pause or interruption

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resumption"
respondent

a person who answers or reacts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "respondent"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek