pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 41

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
integral

considered a necessary and important part of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "integral"
integrity

the state of being together as one and not separated or broken into parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "integrity"
tendency

a natural inclination or disposition toward a particular behavior, thought, or action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tendency"
tendentious

stating a cause or opinion that one strongly believes in, particularly one that causes a lot of controversy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tendentious"
submissive

showing a tendency to be passive or compliant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submissive"
submission

the state or act of accepting defeat and not having a choice but to obey the person in the position of power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submission"
conservatism

a political belief with an inclination to keep the traditional values in a society by avoiding changes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservatism"
conservative

supporting traditional values and beliefs and not willing to accept any contradictory change

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservative"
conservatory

a school or college that people attend to for studying music, theater, or some other form of art

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservatory"
decimal

relating to a system of numbers based on powers of ten, where quantities are expressed using digits, including fractions and whole numbers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decimal"
decathlon

a competition consisting of ten different sports that takes place over two days

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decathlon"
decapod

a ten-footed animal that lives in water, such as a crab, shrimp, lobster, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decapod"
effulgent

radiant and brilliant in appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effulgent"
effulgence

having a radiant quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effulgence"
primeval

related to a distant past

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primeval"
primitive

characteristic of an early stage of human or animal evolution

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primitive"
primordial

belonging to the beginning of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primordial"
indignity

an act or remark that results in the loss of one's honor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indignity"
indignant

feeling angry because of a mistake or injustice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indignant"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek