pattern

Βιβλίο Total English - Αρχάριος - Ενότητα 3 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Starter, όπως "snack", "train station", "fresh" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Starter
place

the part of space where someone or something is or they should be

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "place"
town

an area with human population that is smaller than a city and larger than a village

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "town"
bank

a financial institution that keeps and lends money and provides other financial services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bank"
bus stop

a place at the side of a road that is usually marked with a sign, where buses regularly stop for passengers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus stop"
cafe

a small restaurant that sells drinks and meals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cafe"
car park

an area where people can leave their cars or other vehicles for a period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car park"
cashpoint

a machine, usually located outside a bank or in a public place, where customers can withdraw cash using a bank card or credit card

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cashpoint"
chemist

a scientist who studies chemistry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemist"
cinema

a building where films are shown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cinema"
clothes shop

a store that sells clothing items, such as shirts, pants, dresses, and jackets, for people to wear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes shop"
deli

a store that sells cheese, cooked meat, and foreign food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deli"
park

a large public place in a town or a city that has grass and trees and people go to for walking, playing, and relaxing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "park"
petrol station

a facility where vehicles can refuel with gasoline, diesel fuel, or other alternative fuels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrol station"
restaurant

a place where we pay to sit and eat a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restaurant"
shoe shop

a store that sells shoes of various styles and sizes to customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoe shop"
train station

a place where trains regularly stop for passengers to get on and off

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train station"
supermarket

a large store that we can go to and buy food, drinks and other things from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supermarket"
snack

a small meal that is usually eaten between the main meals or when there is not much time for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snack"
drink

any liquid that we can drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drink"
cheese

a soft or hard food made from milk that is usually yellow or white in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheese"
chicken

the flesh of a chicken that we use as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chicken"
prawn

a marine crustacean with a compressed abdomen that is cooked as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prawn"
roll

a loaf of bread that is small and made for one person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roll"
salad

a mixture of usually raw vegetables, like lettuce, tomato, and cucumber, with a type of sauce and sometimes meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salad"
sandwich

two pieces of bread with cheese, meat, etc. between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandwich"
coffee

a drink made by mixing hot water with crushed coffee beans, which is usually brown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coffee"
orange juice

a liquid beverage made from the extraction of juice from oranges, often consumed as a refreshing drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orange juice"
chocolate cake

a sweet dessert made from flour, sugar, eggs, cocoa powder, and other ingredients, typically served in slices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chocolate cake"
piece

a part of an object, broken or cut from a larger one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "piece"
milk

the white liquid we get from cows, sheep, or goats that we drink and use for making cheese, butter, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "milk"
sparkling water

water which is carbonated or fizzy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sparkling water"
tea

a drink we make by soaking dried tea leaves in hot water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tea"
bad

having a quality that is not satisfying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad"
good

having a quality that is satisfying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good"
expensive

having a high price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
cheap

having a low price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheap"
hot

having a higher than normal temperature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hot"
cold

having a temperature lower than the human body's average temperature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
old

(of a thing) having been used or existing for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
new

recently invented, made, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "new"
open

letting people or things pass through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open"
closed

(of business, public building, etc.) not open for people to buy something from or visit, often temporarily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closed"
slow

moving, happening, or being done at a speed that is low

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow"
fast

having a high speed when doing something, especially moving

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast"
small

below average in physical size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
big

above average in size or extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
fresh

(of food) recently harvested, caught, or made

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fresh"
free

not requiring payment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free"
nice

providing pleasure and enjoyment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nice"
price

the amount of money required for buying something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price"
dollar

the unit of money in the US, Canada, Australia and several other countries, equal to 100 cents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dollar"
cent

a unit of money in some countries, equal to one hundredth of a dollar or euro

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cent"
euro

the money that most countries in Europe use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "euro"
pound

the currency of the UK and some other countries that is equal to 100 pence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pound"
this

used to refer to an object or person that is physically close to us

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "this"
that

used to refer to an object or person that is physically away from us

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "that"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek