pattern

Επίθετα Φυσικών Ανθρώπινων Χαρακτηριστικών - Επίθετα Αναπηρίας

Αυτά τα επίθετα παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη φύση, την έκταση ή τον αντίκτυπο μιας αναπηρίας στη σωματική, αισθητηριακή, γνωστική ή συναισθηματική λειτουργία ενός ατόμου.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Physical Human Attributes
deaf

partly or completely unable to hear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deaf"
blind

not able to see

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blind"
disabled

completely or partial inability to use a part of one's body or mind, caused by an illness, injury, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disabled"
lame

having difficulty walking or moving due to disability in the feet or legs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lame"
numb

(of a part of the body) lacking feeling or sensation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "numb"
paralyzed

unable to move or feel part or all of one's body due to injury or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paralyzed"
crippled

having a significant physical impairment or disability that affects one's ability to move or function normally

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crippled"
mute

unable to speak or produce sound

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mute"
handicapped

having a physical or mental condition that limits one's movements, senses, or activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handicapped"
autistic

having autism spectrum disorder, a developmental condition that affects social interaction, communication, and behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autistic"
visually impaired

experiencing partial or complete loss of vision

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visually impaired"
challenged

facing difficulties or obstacles due to physical, mental, or developmental conditions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenged"
differently-abled

having physical, mental, or developmental conditions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "differently-abled"
amputated

(of a body part) surgically removed or missing due to injury or medical condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amputated"
wheelchair-bound

relying on a wheelchair for mobility due to a physical disability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheelchair-bound"
hearing impaired

having a partial or complete loss of hearing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hearing impaired"
mobility impaired

having difficulty or limitations in moving around due to physical disabilities or conditions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mobility impaired"
cognitively impaired

having difficulties with cognitive functions such as memory, learning, problem-solving, or understanding due to a developmental disorder, injury, or condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cognitively impaired"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek