pattern

Επίθετα Φυσικών Ανθρώπινων Χαρακτηριστικών - Επίθετα της ασθένειας και του θανάτου

Τα επίθετα ασθένεια και θάνατος περιγράφουν τις αρνητικές πτυχές και καταστάσεις που σχετίζονται με την κακή υγεία, την ασθένεια ή το τέλος της ζωής.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Physical Human Attributes
sick

not in a good and healthy physical or mental state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
ill

not in a fine mental or physical state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ill"
unwell

not feeling physically or mentally healthy or fit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwell"
diseased

affected by a disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diseased"
wounded

injured physically, especially in battle or combat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wounded"
allergic

having negative reactions to specific substances, such as sneezing, itching, or swelling, due to sensitivity to those substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergic"
sore

(of a body part) feeling painful or tender, often as a result of injury, strain, or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore"
manic

experiencing a state of extreme excitement, energy, or activity, often characterized by uncontrollable or frenzied behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manic"
untreated

(of a condition or ailment) not addressed or managed with medical care or treatment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "untreated"
contagious

(of a disease) transmittable from one person to another through close contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contagious"
chronic

(of an illness) difficult to cure and long-lasting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronic"
swollen

(of a part of the body) unusually large, particularly because of an injury or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swollen"
probiotic

containing beneficial bacteria or microorganisms, often used to promote digestive health or balance within the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probiotic"
infected

affected by a disease-causing agent, such as bacteria, viruses, or parasites

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infected"
acute

(of an illness) suddenly becoming severe but for a short time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acute"
infectious

(of a disease or condition) capable of transmitting from one person, organism, or object to another through direct or indirect contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infectious"
asymptomatic

(of a disease) not showing any symptoms associated with it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asymptomatic"
congenital

having a disease since birth that is not necessarily hereditary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congenital"
lethal

capable of causing death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lethal"
fatal

resulting in death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fatal"
deadly

having the potential to cause death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deadly"
dead

not alive anymore

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dead"
deceased

referring to a person who has recently died

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deceased"
lifeless

without any signs of life or vitality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lifeless"
afflicted

suffering from a physical or mental ailment, hardship, or distress

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afflicted"
bedridden

having to stay in bed, usually for a long time, due to illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bedridden"
ailing

suffering from an illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ailing"
infirm

lacking in strength, often due to age or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infirm"
peaky

looking pale or sickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peaky"
queasy

feeling discomfort or nausea

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "queasy"
injured

physically harmed or wounded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injured"
terminal

(of an illness) having no cure and gradually leading to death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terminal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek