pattern

Επίθετα Αφηρημένων Ιδιοτήτων - Επίθετα της Κοινότητας

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν την ευρέως διαδεδομένη, διαδεδομένη ή συνηθισμένη φύση κάτι, μεταφέροντας χαρακτηριστικά όπως "συνηθισμένο", "διαδεδομένο", "πανταχού παρόν" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives Describing Abstract Attributes
typical

having or showing the usual qualities or characteristics of a particular group of people or things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "typical"
usual

happening or done most of the time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "usual"
standardized

made consistent or uniform by adhering to established norms or criteria

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standardized"
stereotypical

conforming to a fixed or oversimplified idea or image of a particular group or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stereotypical"
rife

very common or widespread

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rife"
common

regular and without any exceptional features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "common"
standard

commonly recognized, done, used, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standard"
routine

occurring or done as a usual part of a process or job

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "routine"
predictable

easily anticipated or expected to happen based on past experiences or knowledge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predictable"
prevalent

widespread and commonly found in a particular area, group, or time period

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prevalent"
mainstream

widely accepted, practiced, or popular among the general public

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mainstream"
ubiquitous

seeming to exist or appear everywhere

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ubiquitous"
commonplace

ordinary and lacking distinctive features or uniqueness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commonplace"
customary

commonly done or practiced within a specific situation, place, or society

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customary"
unmarked

lacking visible signs or distinctive features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unmarked"
characteristic

displaying or possessing typical features or qualities of a particular person, place, or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "characteristic"
viral

(of a video, picture, piece of news, etc.) shared quickly on social media among a lot of Internet users

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viral"
quintessential

representing the most typical or perfect example of a quality or class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quintessential"
widespread

existing or happening over a large area or affecting a large number of people or things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "widespread"
pervasive

spreading or existing throughout something, and usually unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pervasive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek