pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - περιβάλλον

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Περιβάλλον που είναι απαραίτητες για την Ακαδημαϊκή εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
deforestation

the extensive removal of forests, typically causing environmental damage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deforestation"
wetland

an area of land characterized by its soil, water, and vegetation, where the water table is at or near the surface for a significant part of the year

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wetland"
vegetation

trees and plants in general, particularly those of a specific habitat or area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetation"
biodiversity

the existence of a range of different plants and animals in a natural environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biodiversity"
reforestation

the process of replanting trees in an area where forest cover has been depleted or removed, aiming to restore or create a forest ecosystem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reforestation"
sanctuary

an area for birds and animals to live and to be protected from dangerous conditions and being hunted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sanctuary"
global warming

the increase in the average temperature of the Earth as a result of the greenhouse effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global warming"
carbon footprint

the amount of carbon dioxide that an organization or person releases into the atmosphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon footprint"
greenhouse effect

a global problem that is caused by the increase of harmful gases such as carbon dioxide which results in gradual warming of the earth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greenhouse effect"
conservationist

someone who makes efforts to protect the environment and wildlife from any type of harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservationist"
eco-warfare

the deliberate use of environmental harm as a strategy in conflict, or efforts to protect the environment from such harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eco-warfare"
ecotourism

tourism that includes visiting endangered natural environments which aims at preservation of the wildlife and the nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecotourism"
environmentalist

a person who is concerned with the environment and tries to protect it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmentalist"
thermal pollution

the detrimental increase in water temperature caused by the discharge of heated water from human activities, often harming aquatic ecosystems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thermal pollution"
to compost

to make decayed leaves, plants, or other organic waste into a mixture that can improve the soil's quality to help plants grow more quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compost"
to refine

to remove unwanted or harmful substances from another substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refine"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek