pattern

Ρήματα Λεκτικής Δράσης - Ρήματα για την επικοινωνία

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην επικοινωνία, όπως "μίλα", "chat" και "συνέντευξη".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Verbal Action
to speak

to use one's voice to express a particular feeling or thought

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speak"
to talk

to tell someone about the feelings or ideas that we have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to talk"
to tell

to use words and give someone information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell"
to say

to use words and our voice to show what we are thinking or feeling

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to say"
to communicate

to exchange information, news, ideas, etc. with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to communicate"
to address

to speak directly to a specific person or group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to address"
to get across

to clearly communicate an idea, plan, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get across"
to converse

to engage in a conversation with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to converse"
to confabulate

to have a casual and light conversation without sharing a lot of information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confabulate"
to bounce off

to share an idea with someone and get their thoughts or opinions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bounce off"
to come out with

to suddenly say something, especially in a rude or surprising way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come out with"
to narrate

to provide a spoken or written description of an event, story, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to narrate"
to orate

to speak formally and at length, especially in a public setting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to orate"
to recount

to describe an event, experience, etc to someone in a detailed manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recount"
to interact

to communicate with others, particularly while spending time with them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interact"
to interview

to ask someone questions about a particular topic on the TV, radio, or for a newspaper

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interview"
to chat

to talk in a brief and friendly way to someone, usually about unimportant things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chat"
to gab

to chat casually for an extended period, often in a lively manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gab"
to natter

to have a casual conversation, often involving gossip

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to natter"
to chatter

to talk quickly and a lot about unimportant and idiotic things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chatter"
to chaffer

to engage in casual or idle conversation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chaffer"
to prattle

to talk a lot about unimportant things and in a way that may seem foolish

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prattle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek