pattern

Ρήματα της Πορείας των Γεγονότων - Ρήματα για Συνέχεια και Διακοπή

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε συνέχιση και διακοπή όπως "pause", "go on" και "resume".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs Denoting Course of Events
to stick to

to continue doing something even though there are some hardships

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stick to"
to keep to

to follow through with what one has promised, planned, or committed to do

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to keep to"
to stick with

to persist in doing a plan, idea, or course of action over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stick with"
to push on

to persistently continue doing something or move forward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to push on"
to go along

to continue to develop or happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go along"
to go forward

to continue or make progress in a particular course of action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go forward"
to keep at

to continue working on a task, project, or goal without giving up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to keep at"
to carry on

to keep something ongoing or unchanged over a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry on"
to drag on

to continue for an extended or tedious period, often with no clear resolution or conclusion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drag on"
to resume

to continue again after an interruption

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resume"
to recommence

to resume from where something was paused or interrupted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recommence"
to get back to

to start again after taking a break or discontinuing an activity for a while

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get back to"
to pause

to briefly stop a particular thing such as process before carrying on

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pause"
to interrupt

to stop or pause a process, activity, etc. temporarily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interrupt"
to adjourn

to stop a meeting, trial, or game in order to resume it sometime later

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adjourn"
to put in

to interrupt someone to say something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put in"
to suspend

to temporarily put on hold a process or habit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suspend"
to barge in

to interrupt a conversation abruptly and without invitation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to barge in"
to continue

to not stop something, such as a task or activity, and keep doing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to continue"
to go on

to continue without stopping

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on"
to perpetuate

to make something, typically a problem or an undesirable situation, continue for an extended or prolonged period

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perpetuate"
to keep on

to continue an action or state without interruption

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to keep on"
to go ahead

to initiate an action or task, particularly when someone has granted permission or in spite of doubts or opposition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go ahead"
to cut in

to interrupt someone's conversation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut in"
to break in

to start to speak in the middle of a conversation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break in"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek