pattern

Χρώματα και Σχήματα - Λέξεις που σχετίζονται με τα χρώματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με χρώματα, όπως "μονόχρωμο", "βαθύ" και "χλωμό".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Colors and Shapes
to color

to make something more colorful or change its color using paints or other coloring materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to color"
colored

having a particular color other than black or white

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colored"
colorful

having a lot of different and often bright colors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colorful"
contrast

differences in color or in brightness and darkness that an artist uses in a painting or photograph to create a special effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contrast"
dark

(of a color) having a deep or intense hue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark"
darkness

the quality of being dark in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "darkness"
deep

(of a color) showing darkness and intensity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep"
to discolor

to become less attractive or vibrant in color

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discolor"
dull

(of colors) not very bright or vibrant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dull"
dusky

dark or shadowy in color, often with a soft or muted tone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dusky"
greenness

the quality of being green in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greenness"
intense

(of a color) being pure and having a high saturation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intense"
light

(of color) having less intensity, often because of a small amount of pigment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light"
light-colored

(of colors) having a bright or pale shade or tone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light-colored"
to lighten

to make something brighter or clearer in color

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lighten"
lightness

‌the quality of being light or pale in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lightness"
loud

too bright in a distasteful way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loud"
luminous

possessing a strikingly bright and intense color that seems to glow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luminous"
lurid

too bright in color, in a way that is not pleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lurid"
mellow

(of a color, sound, or flavor) soft or gentle, often creating a sense of warmth and calmness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mellow"
monochrome

(of a picture or photograph) containing or portraying images in black and white or different shades of a single color only

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monochrome"
neutral

not very bright or strong in color or shade

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neutral"
pale

light in color or shade

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pale"
paleness

the quality of having a light color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paleness"
redness

the quality of having a red or somewhat red color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "redness"
shade

any variation of one color, including darker or lighter versions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shade"
soft

(of colors) not too bright or glaring, in a way that is relaxing to the eyes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soft"
solid

having a uniform color without any patterns, gradients, or mixed shades

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solid"
somber

dark and gloomy in color, especially gray or black

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "somber"
to stain

to change the color of something by a liquid dye or chemical

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stain"
subtle

hard to notice or detect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subtle"
tint

any darker or lighter variation of one color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tint"
tone

a particular variation of a color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tone"
brightness

the quality or degree of being bright in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brightness"
blackness

the quality of being completely black

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blackness"
vibrancy

the quality of being bright and intense in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vibrancy"
bright

(of colors) intense and easy to see

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bright"
hexadecimal

relating to a numbering system using digits 0-9 and letters A-F

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hexadecimal"
pigment

a dry substance that has to be mixed with a liquid to produce paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pigment"
drab

(of colors) lacking in brightness and vibrancy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drab"
pastel-colored

having a color that is light, soft, and muted, typically associated with hues of pale pink, blue, green, yellow, and purple

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastel-colored"
pastel

a soft and delicate color, often with a high level of lightness and low saturation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastel"
clear

free from darkness, cloudiness, or impurities and having a bright and transparent quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clear"
vibrant

(of colors) bright and strong

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vibrant"
vivid

(of colors or light) very intense or bright

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vivid"
whiteness

the quality of having a white color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whiteness"
yellowness

the quality of being yellow in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yellowness"
bleached

lightened through the use of chemicals or other processes, typically to achieve a paler or whiter color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bleached"
brilliantly

in a manner that shines brightly

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brilliantly"
cold

(of colors) giving a cool or chilly feeling, like blues, purples, and greens

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
fluorescent

displaying a very bright, vivid, or glowing color, often appearing unnatural or highly noticeable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluorescent"
neutral-colored

related to shades, tones, or hues that are neither distinctly warm nor cool, often encompassing colors like beige, gray, or taupe

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neutral-colored"
color wheel

a circular chart that shows how different colors relate to each other, helping in understanding and choosing color combinations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "color wheel"
hue

the attribute of color that distinguishes one color from another based on its position in the color spectrum or wheel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hue"
Munsell

a system of color notation and standardization developed by the American artist Albert H. Munsell in the early 20th century

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Munsell"
Pantone

a standardized color matching system widely used in the design, printing, and fashion industries to ensure consistent and accurate color reproduction across different materials and media

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Pantone"
Crayola

a popular brand of crayons, colored pencils, and markers used for coloring and artistic expression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Crayola"
RGB

the primary colors used in digital imaging and computer graphics to create colors on screens and displays

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "RGB"
CMYK

the primary colors used in print and graphic design for creating colors in printed materials

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "CMYK"
to tone down

to reduce the intensity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tone down"
to clash

(of colors, patterns, or styles) to not look attractive together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clash"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek