pattern

Αθλήματα - Αεραθλήματα

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Sports
skydiving

the activity or sport in which individuals jump from a flying aircraft and do special moves while falling before opening their parachute at a specified distance to land on the ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skydiving"
parachuting

the activity of jumping down from a flying plane with a parachute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parachuting"
paragliding

the practice of falling or jumping off height to float in the air using a parachute as a sport or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paragliding"
hang gliding

a sport or activity where a person flies through the air using a glider

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hang gliding"
aerobatics

the practice of performing precise and intricate maneuvers with an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aerobatics"
air racing

a competitive sport where airplanes or other aerial vehicles race against each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "air racing"
land sailing

the sport of racing or cruising across land in a wheeled vehicle powered by wind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "land sailing"
paramotoring

the sport or activity of flying by using a motorized paraglider

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paramotoring"
microlighting

the sport or activity of flying lightweight, small aircraft, typically with a single-seat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microlighting"
BASE jumping

the sport of parachuting from a fixed structure or cliff

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "BASE jumping"
wingsuit flying

the sport of gliding through the air using a specialized jumpsuit with fabric wings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wingsuit flying"
to launch

to begin flight by taking off from the ground, typically using wind or mechanical assistance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to launch"
landing

the act of an aircraft or spacecraft arriving on the ground or a solid surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landing"
soaring

the practice of flying a glider or sailplane using naturally occurring air currents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soaring"
freefall technique

the specific skills and maneuvers used during skydiving or other air sports involving unpowered descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freefall technique"
tracking

the technique in wingsuit flying where a flyer controls their forward speed and descent rate to maintain a specific flight path

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tracking"
cross-country flying

the activity of flying an aircraft over long distances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cross-country flying"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek