pattern

Ρούχα και Μόδα - Κοσμήματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με κοσμήματα όπως "chain", "bangel" και "anklet".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Clothes and Fashion
amulet

a piece of jewelry that some wear around their neck and consider as a form of protection against evil, disease, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amulet"
ankh

an object or design similar to a cross with a loop on top, considered to be the sign of life in ancient Egypt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ankh"
anklet

a piece of jewelry that is worn around the ankle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anklet"
bangle

a rigid piece of jewelry in a circular shape worn around the wrist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bangle"
bauble

a showy piece of jewelry, low in artistic value or price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bauble"
bead

one of a series of small balls of wood, glass, etc. with a hole in the middle that a string can go through to make a rosary or necklace, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bead"
bling

showy and shiny piece of jewelry or similar expensive accessory worn to attract attention

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bling"
bracelet

a decorative item, worn around the wrist or arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bracelet"
brooch

a piece of jewelry that is pinned to the garment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brooch"
cameo

a piece of jewelry oval in shape with a portrait of a woman's head carved into a background with a different color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cameo"
chain

a stylish necklace made of linked metal rings that is worn around the neck as jewelry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chain"
charm

a small object, often in the form of a necklace or bracelet, which is believed to bring good luck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charm"
clasp

a metal device such as a hook that is used to fasten a belt, piece of jewelry, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clasp"
cufflink

each of the pair of decorative buttons linked to a man's shirt cuff

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cufflink"
earring

a piece of jewelry worn on the ear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earring"
engagement ring

a ring that someone gives their partner after agreeing to marry each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engagement ring"
gold

a valuable yellow-colored metal that is used for making jewelry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gold"
hoop

a circular earing made of metal or other material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hoop"
choker

a close-fitting necklace or band worn around the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choker"
band

a narrow strip of material that can encircle, bind, or adorn various objects or parts of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "band"
pin

a small, decorative item designed to be attached to clothing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pin"
nose ring

a ring worn in a person's nose as decoration or put in an animal's nose to lead it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nose ring"
toe ring

a small ring worn on the toe, typically on the second or third toe, as a form of jewelry or adornment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toe ring"
clip-on earring

an earring that clips onto the earlobe or other parts of the ear, without requiring piercing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clip-on earring"
karat

a unit to measure the purity of gold, the purest gold being 24 karats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "karat"
locket

a small decorative case, usually made of valuable metal, which a memento can be kept inside and is worn around the neck on a chain or necklace

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "locket"
medallion

a piece of jewelry that is round and flat, which is worn around the neck on a chain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medallion"
necklace

a piece of jewelry, consisting of a chain, string of beads, etc. worn around the neck as decoration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necklace"
trinket

a small decorative object worn as jewelry that is not much valuable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trinket"
wristlet

a bracelet or bangle that is designed to be worn around the wrist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wristlet"
jeweled headdress

a decorative headpiece worn as a symbol of royalty or ceremonial significance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeweled headdress"
jeweler

a person who buys, makes, repairs, or sells jewelry and watches

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeweler"
jewelry store

a retail business establishment that specializes in selling various types of jewelry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jewelry store"
pierced earring

an earring worn by piercing the ear, typically made of metal, plastic, or other materials, used as jewelry or adornment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pierced earring"
jewelry maker

a person or business that creates, designs, and produces jewelry pieces using various materials and techniques

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jewelry maker"
piercing

a piece of jewelry designed to be worn in a body piercing, such as earrings, nose rings, or other decorative items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "piercing"
platinum

a valuable silver-gray heavy metal that is highly unreactive and ductile, used in jewelry making, medicine and a range of other industries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "platinum"
ring

a small, round band of metal such as gold, silver, etc. that we wear on our finger, and is often decorated with precious stones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ring"
silver

a shiny grayish-white metal of high value that heat and electricity can move through it and is used in jewelry making, electronics, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silver"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek