pattern

Ρούχα και Μόδα - Στυλ ένδυσης

Εδώ θα μάθετε την ονομασία διαφορετικών στυλ ρούχων στα αγγλικά, όπως "casual", "sharp" και "loud".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Clothes and Fashion
hip

following the fashion of the day and aware of the latest trends

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hip"
trend

a fashion or style that is popular at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trend"
retro

fashion trends, music, decor, clothing, or styles from past decades, or inspired by them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retro"
informal

suitable for friendly, relaxed, casual, or unofficial occasions and situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "informal"
trendy

influenced by the latest or popular styles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trendy"
normcore

a style of fashion marked by the deliberate choice of bland and casual clothes that do not draw attention

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "normcore"
stylishness

the quality of being fashionable and having style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stylishness"
bodycon

a style of clothing that is tight-fitting and conforms closely to the body, often emphasizing the contours of the figure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bodycon"
natty

neat, attractive and fashionable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "natty"
unhip

not following the fashion of the day and unaware of the latest trends

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhip"
unflattering

making less attractive or favorable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unflattering"
open-necked

(of a shirt) worn without a tie and not fastened at the neck

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open-necked"
casual

(of clothing) comfortable and suitable for everyday use or informal events and occasions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "casual"
underdressed

wearing clothes that are too casual or inadequate for a particular occasion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underdressed"
becoming

(of clothes, colors, hairstyles etc.) enhancing the wearer's appearance and making them more attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "becoming"
sharp

(of a person's style or clothes) dressy and fashionable, often conveying a sense of sophistication and elegance.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sharp"
comfortable

(of clothes or furniture) making us feel physically relaxed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfortable"
uncomfortable

(of clothes, furniture, etc.) unpleasant to use or wear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncomfortable"
dressy

(of clothes) stylish and suitable for formal occasions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dressy"
elegant

(of a person) attractive, stylish, or beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegant"
fetching

attractive in a way that catches the eye

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fetching"
fitted

(of clothes) made in a way that closely covers the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fitted"
flamboyant

exhibiting striking and showy characteristics, often characterized by extravagance or exuberance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flamboyant"
formal

suitable for fancy, important, serious, or official occasions and situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formal"
form-fitting

(of clothing) fitting the body tightly in a way that the contours of the figure are clearly seen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "form-fitting"
frumpy

unfashionable, outdated, and unattractive, often giving a sloppy appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frumpy"
snappy

neat and stylish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snappy"
sober

plain and not brightly colored

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sober"
sporty

(of clothes) stylish, attractive, and suitable for sports

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sporty"
stylish

appealing in a way that is fashionable and elegant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stylish"
stylishly

in a manner that reflects a sense of fashion, elegance, or sophistication

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stylishly"
chic

having an appealing appearance that is stylish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chic"
gaudy

(used especially of clothes) showy in a way that is tasteless

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gaudy"
glamorous

stylish, attractive, and often associated with luxury or sophistication

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glamorous"
grungy

related to the fashion style associated with grunge rock music, consisting loose torn jeans and layers of clothing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grungy"
sloppy

(of a piece of clothing) casual and loose, without much shape

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sloppy"
smart

(of people or clothes) looking neat, tidy, and elegantly fashionable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smart"
smart casual

(of clothes) neat, conventional and rather informal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smart casual"
smartly

in a neat and stylish way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smartly"
overdressed

wearing clothes that are too formal or excessive for a particular occasion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overdressed"
garish

too bright and colorful in a way that is tasteless

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garish"
streetwear

informal clothing that the urban youth of a particular subculture typically wear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "streetwear"
flattering

improving or emphasizing someone's good features, making them appear more attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flattering"
loud

too bright in a distasteful way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loud"
baggy

(of clothes) loose and not fitting the body tightly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baggy"
styleless

lacking a particular style, fashion, or design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "styleless"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek