pattern

Υγεία και Ασθένεια - Περιγράφοντας τον πόνο και τον τραυματισμό

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την περιγραφή του πόνου και του τραυματισμού, όπως "φαγούρα", "πληγή" και "σακάτωμα".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Health and Sickness
achy

experiencing a consistent yet dull physical pain in a part of one's body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "achy"
acute

(of an illness) suddenly becoming severe but for a short time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acute"
agonizing

causing a lot of difficulty, pain, distress, or discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agonizing"
crippling

causing severe damage or limitation, often making it difficult to function normally

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crippling"
excruciating

causing extreme pain or discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excruciating"
inflamed

(of a part of the body) red, swollen, or painful, often as a result of an infection, injury, or disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflamed"
itchy

causing an annoying feeling on the skin that makes a person want to scratch it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itchy"
painful

causing emotional or physical pain in someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painful"
painfully

in a way that causes physical or emotional discomfort or suffering

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painfully"
raging

extremely intense and severe

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "raging"
severe

very bad, harsh, or intense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "severe"
sharp

intense, sudden, and piercing discomfort, often linked to injuries or severe pain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sharp"
sore

(of a body part) feeling painful or tender, often as a result of injury, strain, or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore"
agoraphobic

characterized by an intense fear of situations or places that might cause feelings of panic or helplessness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agoraphobic"
arthritic

pertaining to a medical condition characterized by inflammation and pain in the joints

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arthritic"
brain dead

related to a state of complete and irreversible cessation of brain function, indicating the absence of consciousness and vital neurological activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brain dead"
concussed

temporarily dizzy or unconscious after a bump, blow, or jolt to the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concussed"
dehydrated

characterized by a state of excessive fluid loss or insufficient hydration, often leading to discomfort, weakness, and complications

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dehydrated"
diabetic

relating to a medical condition characterized by an impaired ability to regulate blood sugar levels

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diabetic"
dyslexic

having a learning disorder that affects a person's ability to read, write, and spell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dyslexic"
epileptic

associated with a neurological disorder characterized by recurrent seizures

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epileptic"
frostbitten

affected by a condition where skin and underlying tissues freeze due to exposure to extremely cold temperatures

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frostbitten"
incontinent

lacking control over bowel or bladder functions, often resulting in involuntary leakage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incontinent"
leprous

affected by a chronic infectious disease causing skin lesions and nerve damage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leprous"
malnourished

affected by a lack of proper nutrition, resulting in inadequate nourishment for overall well-being

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malnourished"
rheumatic

related to conditions causing inflammation and pain in joints, muscles, or connective tissues

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rheumatic"
sclerotic

characterized by a condition involving abnormal hardening or thickening of tissues

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sclerotic"
ulcerated

having open sores or wounds, often causing discomfort or pain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ulcerated"
vertiginous

having a sensation of dizziness or a feeling of spinning, often associated with balance or inner ear issues

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vertiginous"
banged up

harmed or injured

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "banged up"
battered

hurt or injured by frequent beatings or punishment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battered"
broken

physically or mentally weakened as a result of much suffering

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broken"
burnt

damaged by or injured with extreme heat due to having contact with heated objects or exposure to harmful chemicals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burnt"
bruising

causing physical or mental harm or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bruising"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek