pattern

Βιβλίο English File - Άνω του μεσαίου - Μάθημα 1Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 1Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Upper Intermediate, όπως "easygoing", "narrow-minded", "big-headed" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Upper Intermediate
absent-minded

failing to remember or be attentive to one's surroundings or tasks due to being preoccupied with other thoughts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absent-minded"
bad-tempered

easily annoyed and quick to anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad-tempered"
big-headed

having or displaying the belief that one is superior in intellect, importance, skills, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big-headed"
easygoing

calm and not easily worried or upset

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easygoing"
good-tempered

friendly and not angered, irritated, or upset easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good-tempered"
laid-back

(of a person) living a life free of stress and tension

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laid-back"
narrow-minded

not open to new ideas, opinions, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "narrow-minded"
open-minded

ready to accept or listen to different views and opinions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open-minded"
self-centered

(of a person) not caring about the needs and feelings of no one but one's own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-centered"
strong-willed

very determined in one's beliefs or decisions, often showing firmness of character and persistence in achieving what one wants

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strong-willed"
tight-fisted

spending or giving money reluctantly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight-fisted"
two-faced

a dishonest and deceitful individual whose behavior and words are contradictory to what they think or believe

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "two-faced"
well-balanced

arranged or organized in an even and balanced way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-balanced"
well-behaved

behaving in an appropriate and polite manner, particularly of children

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-behaved"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek