pattern

Βιβλίο English File - Άνω του μεσαίου - Μάθημα 2Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 2Α στο βιβλίο μαθημάτων English File Upper Intermediate, όπως "minor", "condition", "blister" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Upper Intermediate
illness

the state of being physically or mentally sick

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illness"
injury

any physical damage to a part of the body caused by an accident or attack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injury"
minor

having little importance, effect, or seriousness, particularly when compared to other similar things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minor"
condition

a medical problem, such as a disorder, illness, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condition"
to cough

to push air out of our mouth with a sudden noise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cough"
headache

a pain in the head, usually persistent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headache"
backache

a pain in someone's back

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backache"
earache

a pain inside the ear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earache"
stomachache

a pain in or near someone's stomach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomachache"
toothache

pain felt in a tooth or several teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothache"
rash

a part of one's skin covered with red spots, which is usually caused by a sickness or an allergic reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rash"
temperature

a condition characterized by a body temperature above the normal range, often indicating an immune response to infection or illness within the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temperature"
sunburn

pain and redness of the skin caused by overexposure to the sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunburn"
to be sick

to throw up the contents of the stomach, often due to illness or nausea

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] sick"
to vomit

to eject what has been eaten or drunk through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vomit"
to sneeze

to blow air out of our nose and mouth in a sudden way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sneeze"
hurt

any physical injury, pain, suffering, or damage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hurt"
ache

a continuous pain in a part of the body, often not severe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ache"
to bleed

to lose blood from an injury or wound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bleed"
sore throat

a condition when you feel pain in the throat, usually caused by bacteria or viruses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore throat"
diarrhea

a medical condition in which body waste turns to liquid and comes out frequently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diarrhea"
to feel

to experience a particular emotion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feel"
sick

not in a good and healthy physical or mental state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
to faint

to suddenly lose consciousness from a lack of oxygen in the brain, which is caused by a shock, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to faint"
blister

a swollen area on the skin filled with liquid, caused by constant rubbing or by burning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blister"
cold

having a temperature lower than the human body's average temperature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
flu

an infectious disease similar to a bad cold, causing fever and severe pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flu"
dizzy

unable to keep one's balance and feeling as though everything is circling around one, caused by an illness or looking down from a high place

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dizzy"
to cut

to accidentally wound and hurt yourself or others, especially with a sharp object, causing the skin to break and bleed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut"
unconscious

(of a person) unresponsive and unaware of the surroundings, typically caused by either an illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconscious"
allergic reaction

a reaction caused by inhaling, touching, or ingesting specific substances that one's body is severely sensitive to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergic reaction"
running water

water that is brought into a house, building, etc. through pipes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "running water"
damp

slightly wet, particularly in an uncomfortable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "damp"
cloth

material used for making clothes, which is made by knitting or weaving silk, cotton, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cloth"
to rub

to apply pressure to a surface with back and forth or circular motions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rub"
to press

to push a thing tightly against something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to press"
to tip

to move something into an angled position where one side is lower or higher than the other

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tip"
to pinch

to tightly grip and squeeze something, particularly someone's flesh, between one's fingers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pinch"
bandage

a piece of cloth that is put around a wound to prevent infections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bandage"
sprain

a painful injury resulting in the sudden twist of a bone or joint, particularly one's wrist or ankles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprain"
blood pressure

the pressure at which one's blood circulates one's body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blood pressure"
high

having a value or level greater than usual or expected, often in terms of numbers or measurements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high"
low

small or below average in degree, value, level, or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low"
food poisoning

an illness resulting from the consumption of food or water contaminated with bacteria

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food poisoning"
to choke

to not be able to speak clearly and normally due to experiencing very strong emotions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to choke"
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
to lie down

to put one's body in a flat position in order to sleep or rest

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lie down"
to pass out

to lose consciousness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass out"
to come around

to awaken from a state of unconsciousness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come around"
to get over

to recover from an unpleasant or unhappy experience, particularly an illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get over"
to throw up

to expel the contents of the stomach through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek