pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Personality

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την προσωπικότητα, όπως "alrogant", "caring", "bold" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
arrogant

showing a proud, unpleasant attitude toward others and having an exaggerated sense of self-importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrogant"
bold

brave and confident, with the ability to take risks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bold"
caring

showing concern for the well-being of others and being kind and supportive in one's actions and interactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caring"
decent

treating others with respect and honesty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decent"
dishonest

not truthful or trustworthy, often engaging in immoral behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dishonest"
easy-going

calm and not easily worried or annoyed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easy-going"
energetic

active and full of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energetic"
enthusiastic

having or showing intense excitement, eagerness, or passion for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enthusiastic"
dynamic

having a lot of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dynamic"
forgetful

likely to forget things or having difficulty to remember events

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forgetful"
greedy

having an excessive and intense desire for something, especially wealth, possessions, or power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greedy"
icy

lacking warmth or friendliness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "icy"
impatient

unable to wait calmly for something or someone, often feeling irritated or frustrated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatient"
lively

(of a person) very energetic and outgoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lively"
logical

capable of following rules of logic and forming ideas based on facts that are true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logical"
modest

not boasting about one's abilities, achievements, or belongings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modest"
moody

experiencing frequent changes in mood, often without apparent reason or explanation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moody"
moral

following the principles of wrong and right and behaving based on the ethical standards of a society

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moral"
nosy

showing too much interest in people's lives, especially when it is not one's concern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nosy"
optimistic

having a hopeful and positive outlook on life, expecting good things to happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimistic"
pessimistic

having or showing a negative view of the future and always waiting for something bad to happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pessimistic"
passionate

showing or having enthusiasm or strong emotions about something one care deeply about

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passionate"
practical

(of a person) realistic in facing different matters or problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practical"
reasonable

(of a person) showing good judgment and acting by reason

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reasonable"
respectable

considered to be good, correct, or acceptable by the society

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "respectable"
self-confident

(of a person) having trust in one's abilities and qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-confident"
sensitive

capable of understanding other people's emotions and caring for them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensitive"
sincere

(of statements, feelings, beliefs, or behavior) showing what is true and honest, based on one's real opinions or feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sincere"
strong-willed

very determined in one's beliefs or decisions, often showing firmness of character and persistence in achieving what one wants

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strong-willed"
sympathetic

showing care and understanding toward other people, especially when they are not feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sympathetic"
unreliable

not able to be depended on or trusted to perform consistently or fulfill obligations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliable"
unstable

displaying unpredictable and sudden changes in emotions and behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unstable"
unsure

not confident enough in oneself, especially in one's abilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsure"
strict

(of a person) inflexible and demanding that rules are followed precisely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strict"
violent

involving or caused by force that may result in physical damage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violent"
lenient

(of a person) tolerant, flexible, or relaxed in enforcing rules or standards, often forgiving and understanding toward others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lenient"
tough

uncompromising in one's expectations, rules, or approach to dealing with others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tough"
tight-fisted

spending or giving money reluctantly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight-fisted"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek