pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Επιχείρηση και Γραφείο

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τις επιχειρήσεις και το γραφείο, όπως "corporation", "CEO", "chairman" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
agency

a business or organization that provides services to other parties, especially by representing them in transactions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agency"
corporation

a company or group of people that are considered as a single unit by law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corporation"
board

a group of people with the power to make decisions for an organization or company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "board"
chairman

someone who is in charge of a company, organization, etc., for the long term

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chairman"
entrepreneur

a person who starts a business, especially one who takes financial risks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrepreneur"
clerk

someone whose job is to keep records and do the routine tasks in an office, shop, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clerk"
draft

a document ordering the bank to pay a specific amount of money to someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "draft"
income

the money that is regularly earned from a job or through an investment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "income"
insurance

the arrangement with an institute or agency according to which they guarantee to make up for the damages in the event of an accident or loss

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insurance"
market research

the act of gathering information about what people need or buy the most and why

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market research"
to contract

to enter or make an official arrangement with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contract"
to establish

to create a company or organization with the intention of running it over the long term

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to establish"
to found

to create or establish an organization or place, especially by providing the finances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to found"
to fund

to supply money for a special purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fund"
to manufacture

to produce products in large quantities by using machinery

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manufacture"
to launch

to start an organized activity or operation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to launch"
to ship

to send goods or individuals from one place to another using some form of transportation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ship"
to sponsor

to cover the costs of a project, TV or radio program, activity, etc., often in exchange for advertising

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sponsor"
strategy

an organized plan made to achieve a goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strategy"
partnership

a formal arrangement where two or more individuals, organizations, etc. come together as partners to achieve a goal, typically in business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partnership"
profit margin

the difference between the earnings and the costs in a business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profit margin"
stockholder

an individual, institution, etc. that owns shares or stocks in a corporation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stockholder"
union

an organization formed by workers, especially in a particular industry, to protect their rights and improve their working conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "union"
tax evasion

the illegal acts done to pay less tax than what is owed or to avoid paying taxes altogether

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tax evasion"
shipment

the act of transporting goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shipment"
fortune

a very large sum of money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortune"
savings

the amount of money that one has kept for future use, especially in a bank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savings"
wealthy

having a large amount of money or valuable possessions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wealthy"
to come down

to have a decrease in price, temperature, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come down"
to live on

to have the amount of money needed to buy necessities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to live on"
to pay off

to give the full amount of money owed on a debt or loan

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay off"
to set aside

to keep or save money, time, etc. for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set aside"
discount

the act of reducing the usual price of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discount"
fee

the money that is paid to a professional or an organization for their services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fee"
lending

the act of giving money to someone or something and expecting it to be returned

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lending"
senior

having a higher status or rank than someone else within an organization, profession, or hierarchy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior"
junior

lower in rank or position compared to someone else wthin a work environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "junior"
to speak

to deliver a speech to a group of people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speak"
chief executive officer

the highest-ranking person in a company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chief executive officer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek