pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Ρούχα και μόδα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα ρούχα και τη μόδα, όπως "ποδιά", "κονκάρδα", "ζακέτα" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
apron

a piece of clothing that is tied around the waist which protects the front part of the body from stains, dirt, etc. when working

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apron"
badge

a small item made of metal or plastic with words or a logo on it that a person carries to show their membership in an organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "badge"
bathrobe

a long piece of clothing, made from the same material that towels are made of, worn after or before taking a shower or bath

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bathrobe"
bikini

two-piece swimsuit worn by women, especially in warmer climates or during beach vacations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bikini"
cardigan

a type of jacket that is made of wool, usually has a knitted design, and its front could be closed with buttons or a zipper

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cardigan"
helmet

a hard hat worn by soldiers, bikers, etc. for protection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helmet"
mask

a covering for the face, typically made of cloth, paper, or plastic, worn to protect or hide the face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mask"
masquerade

a special outfit with a mask that people wear to a party in order not to be recognized by others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "masquerade"
miniskirt

a skirt that is very short, often considered to be a symbol of youthfulness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miniskirt"
jersey

a woolen or cotton piece of clothing with long sleeves and no buttons, which covers the upper body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jersey"
sandal

an open shoe that fastens the sole to one's foot with straps, particularly worn when the weather is warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandal"
vest

a sleeveless piece of clothing that is worn under a jacket and over a shirt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vest"
fabric

cloth that is made by weaving cotton yarn, silk, etc., which is used in making clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fabric"
denim

(plural) jeans or other clothing made of denim

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denim"
lace

a delicate cotton or silky cloth made by weaving or knitting threads in an open web-like pattern

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lace"
lining

a piece of fabric that is used to cover the inside surface of something, such as clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lining"
silk

a type of smooth soft fabric made from the threads that silkworms produce

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silk"
hood

a part of a sweatshirt or coat that covers the head but leaves the face open

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hood"
zipper

an object with two plastic toothed strips used for fastening the open edges of a piece of clothing, bag, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zipper"
collection

a series of new clothes designed by a fashion house for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collection"
costume

the popular fashion including hairstyle, clothes, etc. particular to a country or class

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "costume"
designer

a person who designs clothes as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "designer"
modeling

the profession of wearing clothes or accessories to present them to a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modeling"
outfit

a set of clothes that one wears together, especially for an event or occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outfit"
wardrobe

all of the clothes that someone owns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wardrobe"
to dress up

to wear formal clothes for a special occasion or event

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dress up"
to match

to have the same pattern, color, etc. with something else that makes a good combination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to match"
casual

(of clothing) comfortable and suitable for everyday use or informal events and occasions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "casual"
glamorous

stylish, attractive, and often associated with luxury or sophistication

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glamorous"
matching

(of clothes) having similar patterns, color, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matching"
plain

simple in design, without a specific pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plain"
sporty

(of clothes) stylish, attractive, and suitable for sports

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sporty"
striped

having a pattern of straight parallel lines

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "striped"
stylish

appealing in a way that is fashionable and elegant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stylish"
undressed

not having any clothes on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undressed"
wooly

covered in or made of wool

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wooly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek