pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Ηλεκτρονικές συσκευές

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τις ηλεκτρονικές συσκευές, όπως "gadget", "mechanical", "update" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
gadget

a mechanical tool or an electronic device that is useful for doing something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gadget"
device

a portable electronic gadet that can connect to the internet, such as a laptop, smartphone, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "device"
mechanical

(of an object) powered by machinery or an engine

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mechanical"
electronic

(of a device) having very small parts such as chips and obtaining power from electricity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electronic"
ingenious

(of an idea, object, etc.) unique and working very well which has resulted from creativity and clever thinking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingenious"
intuitive

(of computer software) easily learnt and understood, therefore making usage simpler

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intuitive"
latest

occurred, created, or updated most recently in time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "latest"
obsolete

outdated and gone out of style, often replaced by more current trends or advancements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obsolete"
outdated

no longer matching the current trends or standards because of being too old

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outdated"
novel

new and unlike anything else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel"
to power

to supply with the needed energy to make something work

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to power"
to charge

to fill an electronic device with energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge"
to recharge

to refill an electronic device with energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recharge"
to drain

to gradually or completely use up the available resources

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drain"
to boot

to start a computer, typically involves setting up hardware elements to prepare the computer for use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boot"
to start up

(of an electronic device or machine) to start working

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to start up"
to shut down

to make something stop working

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shut down"
to update

to make something more useful or modern by adding the most recent information to it, improving its faults, or making new features available for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to update"
battery

an object that turns chemical energy to electricity to give power to a device or machine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battery"
capacity

the quantity that is possible by a machine, etc. to produce

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capacity"
signal

a series of electrical or radio waves carrying data to a radio, television station, or mobile phone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "signal"
generation

a class or step of technological development

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generation"
process

the occurrence of a program that is being run by an operating system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "process"
charger

a device that can refill a battery with electrical energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charger"
cable

a group of wires bundled together for transmitting electricity that is protected within a rubber case

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cable"
memory

a piece of electronic object in a computer where data is stored

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "memory"
screen

the visual data shown on a smartphone or computer monitor or display

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "screen"
controller

a piece of equipment by which a machine is operated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controller"
control panel

a flat screen with the controls of a machine or device on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "control panel"
microscope

an instrument that makes looking at tiny objects or organisms possible by enlarging them which is useful in scientific studies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microscope"
magnifying glass

a glassy object that is capable of making small objects seem larger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnifying glass"
compass

a device with a needle that always points to the north, used to find direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compass"
drone

a flying vehicle such as an aircraft that is controlled from afar and has no pilot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drone"
cutting-edge

having the latest and most advanced features or design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cutting-edge"
off

used to describe the state of something such as an electrical device, machine, etc., when it is not being used or powered

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off"
touchscreen

a display by which the user can interact with a computer, smartphone, etc. by touching its surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touchscreen"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek