pattern

Μουσική - Άλλα άτομα στη μουσική βιομηχανία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας όπως "composer", "maestro" και "falsetto".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Music
composer

a person who writes music as their profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "composer"
drum major

the marching band leader who conducts performances and coordinates musicians' movements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drum major"
maestro

a person who is an expert or master in conducting or directing an orchestra or musical performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maestro"
tuner

someone who adjusts musical instruments to achieve optimal pitch and tone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tuner"
act

a singer, band or musician who performs on a stage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "act"
alto

a male singer with the highest adult male voice or a female singer with the lowest female voice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alto"
baritone

a male singer with deep singing voice ranged between tenor and bass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baritone"
conductor

someone who guides and directs an orchestra

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conductor"
contralto

a female singer with the lowest singing voice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contralto"
disc jockey

someone who announces or plays popular recorded music on radio or TV, or at a disco, club, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disc jockey"
falsetto

a singer that uses a male singing voice that extends over the range of a tenor voice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "falsetto"
front man

the lead vocalist or performer in a pop or rock band

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "front man"
frontwoman

the lead female vocalist or performer in a pop or rock band

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frontwoman"
mezzo-soprano

a female singer with a voice ranged between soprano and contralto

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mezzo-soprano"
musical director

the person who manages the musical aspects of a production or performance, such as the conductor of an orchestra

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musical director"
singer

someone whose job is to use their voice for creating music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "singer"
songwriter

someone who writes the words of songs and sometimes their music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "songwriter"
soprano

a female or young male singer with a singing voice that has the highest range

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soprano"
support

a singer or band that open a pop or rock concert before the main act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "support"
tenor

an adult male singer with the highest natural singing voice that is just below the lowest range of a women's voice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenor"
video jockey

a person whose job is to introduce and play music videos on TV, at a party, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "video jockey"
vocalist

a person who sings, especially one performing in a rock, jazz or pop band

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocalist"
record producer

an individual who oversees and manages the production process of creating recorded music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "record producer"
audio engineer

sound professional responsible for recording, mixing, and editing audio to achieve desired results

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "audio engineer"
music agent

a professional who represents and promotes musicians or bands, helping them secure performances, tours, and other opportunities in the music industry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "music agent"
music teacher

someone who instructs others in the theory, practice, and appreciation of music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "music teacher"
troubadour

a person who wanders around and sings old and local songs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "troubadour"
countertenor

a male singer with a high vocal range, typically singing in the alto or soprano register

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countertenor"
singer-songwriter

a musician who writes and performs their own songs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "singer-songwriter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek