pattern

Μουσική - ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την όπερα όπως «βαρύτονος», «διάλειμμα» και «ρόλος βράκας».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Music
opera house

a theater designed for performing operas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opera house"
opera star

a highly skilled and accomplished singer who performs leading roles in operatic productions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opera star"
baritone

a male singing voice that is classified between bass and tenor, characterized by a lower and richer tone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baritone"
bass

a male singing voice with the lowest pitch range

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bass"
verismo

a style of opera or literature portraying realistic and gritty depictions of everyday life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verismo"
breeches role

a role where a female is portraying a male character in opera, typically dressed in male clothing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breeches role"
tessitura

the comfortable range of pitches within a piece of music or a vocal part where the performer's voice or instrument sounds natural and resonant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tessitura"
operetta

a light-hearted theatrical production blending singing, music, and spoken dialogue, often featuring comedic or romantic themes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "operetta"
interval

a short break between different parts of a theatrical or musical performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interval"
coloratura

a type of soprano singer known for their ability to perform intricate and embellished vocal passages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coloratura"
continuo

a style of musical accompaniment where a keyboard instrument plays a bassline along with improvised chords

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "continuo"
contralto

a type of classical female singing voice characterized by its low range and rich, resonant quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contralto"
countertenor

the highest male singing voice, often akin to the alto range for female singers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countertenor"
diva

a renowned female opera singer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diva"
dramma giocoso

an Italian operatic genre that combines elements of both drama and comedy, featuring a mix of serious and humorous elements in the plot, music, and overall tone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dramma giocoso"
libretto

the text of a musical play, an opera, or other extended vocal works

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "libretto"
mezzo-soprano

a type of classical female singing voice situated between the soprano and contralto ranges

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mezzo-soprano"
opera buffa

a genre of Italian comic opera known for lighthearted storylines, witty dialogue, and comedic situations, featuring accessible music and often stock characters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opera buffa"
recitative

a style of vocal singing in opera and oratorio characterized by a speech-like delivery, used to advance the plot or convey dialogue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recitative"
soprano

the highest vocal range for a female singer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soprano"
tenor

the highest voice range of an average male singer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenor"
castrato

a male singer with a unique voice type resulting from castration before puberty

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "castrato"
act

a main part of a play, opera, or ballet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "act"
overture

the introductory piece of an opera, ballet, oratorio or any lengthy musical performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overture"
aria

a long, elaborate song that is melodious and is intended for a solo voice, especially in an opera

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aria"
alto

the lower register of the female voice, known for its warm and rich timbre

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alto"
librettist

a person who writes the words of a musical play or an opera, known as libretto

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "librettist"
falsetto

a male singing voice that extends over the range of a tenor voice, hitting unusually high notes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "falsetto"
treble

the part in harmonic music or the voice with the highest pitch that belongs to a boy or female vocalist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treble"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek