pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 7 Μάθημα Α - Μέρος 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 Μάθημα Α - Μέρος 3 στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "ώριμος", "αισιόδοξος", "πεισματάρης" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
interesting

catching and keeping our attention because of being unusual, exciting, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interesting"
interestingly

in a way that arouses one's curiosity or attention

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interestingly"
late

doing or happening after the time that is usual or expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "late"
lucky

having or bringing good luck

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lucky"
luckily

used to express that a positive outcome or situation occurred by chance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luckily"
mature

fully-grown and physically developed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mature"
maturely

in a way that shows a person is a responsible and reasonable adult

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maturely"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
nervously

in a way that shows signs of fear, worry, or anxiety

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervously"
optimistic

having a hopeful and positive outlook on life, expecting good things to happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimistic"
optimistically

in a manner that shows one is hopeful and optimistic about what is going to happen

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimistically"
patient

able to remain calm, especially in challenging or difficult situations, without becoming annoyed or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patient"
patiently

in a manner that displays one's tolerance of difficulties, delays, and bad behaviors without becoming annoyed or angry

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patiently"
quick

taking a short time to move, happen, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quick"
quickly

with a lot of speed

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quickly"
rare

happening infrequently or uncommon in occurrence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rare"
rarely

on a very infrequent basis

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rarely"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
reliably

in a way that is consistent, accurate, or trustworthy

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliably"
sad

emotionally feeling bad

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sad"
sadly

in a sorrowful or regretful manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sadly"
serious

(of a person) quiet, thoughtful, and showing little emotion in one's manner or appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serious"
seriously

without any humor or playfulness

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seriously"
similar

(of two or more things) having qualities in common that are not exactly the same

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "similar"
similarly

in a way that is almost the same

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "similarly"
strange

having unusual, unexpected, or confusing qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strange"
strangely

in a manner that is unusual or unexpected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strangely"
stubborn

unwilling to change one's attitude or opinion despite good reasons to do so

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stubborn"
stubbornly

in a manner that shows a person's resistance or unwillingness to reconsider what they think or want to do

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stubbornly"
sudden

taking place unexpectedly or done quickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sudden"
suddenly

in a way that is quick and unexpected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suddenly"
surprising

causing a feeling of shock, disbelief, or wonder

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprising"
surprisingly

in a way that is unexpected and causes amazement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprisingly"
unfair

lacking fairness or justice in treatment or judgment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfair"
unfairly

in a way that lacks justice or equality

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfairly"
unfortunate

experiencing something bad due to bad luck

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfortunate"
unfortunately

used to express regret or say that something is disappointing or sad

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfortunately"
unreliable

not able to be depended on or trusted to perform consistently or fulfill obligations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliable"
unreliably

in a way that is not trustworthy enough to be believed or be dependent on

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliably"
wise

deeply knowledgeable and experienced and capable of giving good advice or making good decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wise"
wisely

in a manner that reflects intelligence, good judgment, and experience

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wisely"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek