pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 9 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "σχεδόν ποτέ", "μετρήστε σε", "αξιόπιστο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
awful

extremely unpleasant or disagreeable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awful"
to break up

to end a relationship, typically a romantic or sexual one

σπάω (π.χ. σπάω τη σχέση), χωρίζω (π.χ. χωρίζω από κάποιον)

σπάω (π.χ. σπάω τη σχέση), χωρίζω (π.χ. χωρίζω από κάποιον)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break up"
to count on

to put trust in something or someone

υπολογίζω σε, εμπιστεύομαι

υπολογίζω σε, εμπιστεύομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to count on"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
to stay together

(of two people) to remain loyal or not leave each other

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [stay] together"
to drop by

to visit a place or someone briefly, often without a prior arrangement

επισκέπτομαι, σταματώ

επισκέπτομαι, σταματώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drop by"
to get along

to have a friendly or good relationship with someone or something

τα βρίσκω (me), συνεργάζομαι

τα βρίσκω (me), συνεργάζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get along"
hardly ever

in a manner that almost does not occur or happen

σχεδόν ποτέ, σπάνια

σχεδόν ποτέ, σπάνια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardly ever"
to argue

to speak to someone often angrily because one disagrees with them

υποστηρίζω (ypostirizo), διαφωνώ (diafono)

υποστηρίζω (ypostirizo), διαφωνώ (diafono)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to argue"
to get together

to meet up with someone in order to cooperate or socialize

συναντιόμαστε, μαζευόμαστε

συναντιόμαστε, μαζευόμαστε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get together"
teenager

a person aged between 13 and 19 years

έφηβος, έφηβη

έφηβος, έφηβη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teenager"
to grow up

to change from being a child into an adult little by little

μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι

μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow up"
immature

not fully developed mentally or emotionally, often resulting in behaviors or reactions that are childish

ανώριμος, άκαρπος

ανώριμος, άκαρπος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immature"
to pick on

to keep treating someone unfairly or making unfair remarks about them

κοροϊδεύω, παρενοχλώ

κοροϊδεύω, παρενοχλώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick on"
mean

(of a person) behaving in a way that is unkind or cruel

κακός, άσχημος

κακός, άσχημος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mean"
to run into

to meet someone by chance and unexpectedly

συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε

συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run into"
to take after

to look or act like an older member of the family, especially one's parents

μοιάζω, ομοιάζω

μοιάζω, ομοιάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take after"
must

used to express a logical conclusion

πρέπει, θα πρέπει

πρέπει, θα πρέπει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "must"
can

used to express that one denies the possibility of something happening or being the case

δεν μπορεί, αδύνατον

δεν μπορεί, αδύνατον

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "can"
could

used to show the possibility of something happening or being the case

μπορούσε, θα μπορούσε

μπορούσε, θα μπορούσε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "could"
may

used to show the possibility of something happening or being the case

μπορεί, ενδέχεται

μπορεί, ενδέχεται

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "may"
might

used to express a possibility

μπορεί, ίσως

μπορεί, ίσως

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "might"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek