pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 9 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "σχεδόν ποτέ", "μετρήστε σε", "αξιόπιστο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
awful

extremely unpleasant, bad, or disagreeable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awful"
to break up

to end a relationship, typically a romantic or sexual one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break up"
to count on

to put trust in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to count on"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
to stay together

(of two people) to remain loyal or not leave each other

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stay together"
to drop by

to visit a place or someone briefly, often without a prior arrangement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drop by"
to get along

to have a friendly or good relationship with someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get along"
hardly ever

in a manner that almost does not occur or happen

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardly ever"
to argue

to speak to someone often angrily because one disagrees with them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to argue"
to get together

to meet up with someone in order to cooperate or socialize

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get together"
teenager

a person aged between 13 and 19 years

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teenager"
to grow up

to change from being a child into an adult little by little

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow up"
immature

not fully developed mentally or emotionally, often resulting in behaviors or reactions that are childish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immature"
to pick on

to keep treating someone unfairly or making unfair remarks about them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick on"
mean

(of a person) behaving in a way that is unkind or cruel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mean"
to run into

to meet someone by chance and unexpectedly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run into"
to take after

to look or act like an older member of the family, especially one's parents

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take after"
must

used to express a logical conclusion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "must"
can

used to express that one denies the possibility of something happening or being the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "can"
could

used to show the possibility of something happening or being the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "could"
may

used to show the possibility of something happening or being the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "may"
might

used to express a possibility

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "might"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek