pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 6 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως «προοπτική», «προθεσμία», «αυστηρή» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
perspective

a specific manner of considering something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspective"
culture

the general beliefs, customs, and lifestyles of a specific society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture"
to imagine

to make or have an image of something in our mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imagine"
right

used to indicate the exact time or place of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right"
on time

exactly at the specified time, neither late nor early

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on time"
probably

used to show likelihood or possibility without absolute certainty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probably"
to depend

to be based on or related with different things that are possible

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depend"
Italy

a country in southern Europe, with a long Mediterranean coastline

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Italy"
Germany

a country located in central Europe, known for its rich history, vibrant culture, and thriving economy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Germany"
differently

in a manner that is not the same

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "differently"
race

a competition between people, vehicles, animals, etc. to find out which one is the fastest and finishes first

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "race"
possible

able to exist, happen, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possible"
communication

the process or activity of exchanging information or expressing feelings, thoughts, or ideas by speaking, writing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "communication"
to waste one's time

to spend one's time doing things that are useless or unnecessary

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [waste] {one's} time"
deadline

the latest time or date by which something must be completed or submitted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deadline"
mad

feeling very angry, irritated, or displeased

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mad"
Greece

a country with a long history and rich culture located in South Eastern Europe and Northern Mediterranean Sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Greece"
strict

(of rules and regulations) absolute and must be obeyed under any circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strict"
to strike

to hit using hands or weapons

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strike"
western

positioned in the direction of the west

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "western"
impatient

unable to wait calmly for something or someone, often feeling irritated or frustrated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatient"
decision

a choice or judgment that is made after adequate consideration or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decision"
relationship

the connection among two or more things or people or the way in which they are connected

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relationship"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek