pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 7 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "ισότιμα", "μεταχείριση", "συμφωνία" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
trait

something that is considered typical of a person, place, or thing and identifies them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trait"
agreeable

in accordance with what is desirable or enjoyable for one

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agreeable"
disagreeable

opposed to what is likeable or pleasant for one

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disagreeable"
considerate

thoughtful of others and their feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "considerate"
inconsiderate

(of a person) lacking or having no respect or regard for others' feelings or rights

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconsiderate"
decisive

able to make decisions quickly and confidently

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decisive"
indecisive

unable to produce a clear result or answer

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indecisive"
fair

treating everyone equally and in a right or acceptable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
unfair

lacking fairness or justice in treatment or judgment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfair"
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
dishonest

not truthful or trustworthy, often engaging in immoral behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dishonest"
mature

fully-grown and physically developed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mature"
immature

not fully developed mentally or emotionally, often resulting in behaviors or reactions that are childish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immature"
patient

able to remain calm, especially in challenging or difficult situations, without becoming annoyed or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patient"
impatient

unable to wait calmly for something or someone, often feeling irritated or frustrated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatient"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
unreliable

not able to be depended on or trusted to perform consistently or fulfill obligations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliable"
to treat

to deal with or behave toward someone or something in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to treat"
equally

to the same amount or degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equally"
pleasing

providing a sense of satisfaction or reward

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleasing"
truthful

(of a person or statement) telling the truth without deceit or falsehood

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truthful"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
expected

anticipated or predicted to happen based on previous knowledge or assumptions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expected"
to promise

to tell someone that one will do something or that a particular event will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promise"
to behave

to act in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to behave"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
for

used to indicate a time duration

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for"
since

from a time in the past until a particular time, typically the present

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "since"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek