pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 7 Μάθημα Α - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 Μάθημα Α - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "περιπετειώδης", "εύκολος", "θεωρεί" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

προσωπικότητα, χαρακτήρας

προσωπικότητα, χαρακτήρας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
adventurous

(of a person) eager to try new ideas, exciting things, and take risks

περιπετειώδης, τολμηρός

περιπετειώδης, τολμηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adventurous"
ambitious

trying or wishing to gain great success, power, or wealth

φιλόδοξος, προοδευτικός

φιλόδοξος, προοδευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambitious"
ambitiously

with a strong desire for success, wealth, or power

φιλόδοξα, με φιλοδοξία

φιλόδοξα, με φιλοδοξία

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambitiously"
careful

giving attention or thought to what we are doing to avoid doing something wrong, hurting ourselves, or damaging something

προσεκτικός, προσεκτική

προσεκτικός, προσεκτική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "careful"
carefully

with a lot of care or attention

προσεκτικά, με προσοχή

προσεκτικά, με προσοχή

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carefully"
curious

(of a person) interested in learning and knowing about things

παρατηρητικός, περίεργος

παρατηρητικός, περίεργος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
curiously

in a way that is unusual, strange, or unexpected

περίεργα, παράξενα

περίεργα, παράξενα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curiously"
easygoing

calm and not easily worried or upset

χαλαρός, ήρεμος

χαλαρός, ήρεμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easygoing"
outgoing

enjoying other people's company and social interactions

κοινωνικός, ευχάριστος

κοινωνικός, ευχάριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outgoing"
exciting

making us feel interested, happy, and energetic

ενθουσιαστικός, συναρπαστικός

ενθουσιαστικός, συναρπαστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exciting"
goal

our purpose or desired result

στόχος, σκοπός

στόχος, σκοπός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goal"
myself

used when the subject and object of the sentence are the same, indicating that the action is done to oneself

εαυτόν, τον εαυτό μου

εαυτόν, τον εαυτό μου

Google Translate
[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "myself"
slowly

at a pace that is not fast

σιγά σιγά, αργά

σιγά σιγά, αργά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slowly"
attention

the act of taking notice of someone or something

προσοχή, σοφία

προσοχή, σοφία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attention"
detail

a small fact or piece of information

λεπτομέρεια, μάθημα

λεπτομέρεια, μάθημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detail"
interested

having a feeling of curiosity or attention toward a particular thing or person because one likes them

ενδιαφερόμενος, συγκινημένος

ενδιαφερόμενος, συγκινημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interested"
around

on all sides of something or someone

γύρω, περί

γύρω, περί

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "around"
relaxed

feeling calm and at ease without tension or stress

χαλαρός, ήρεμος

χαλαρός, ήρεμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxed"
to worry

to feel upset and nervous because we think about bad things that might happen to us or our problems

αγχωθεί, νοιάζομαι

αγχωθεί, νοιάζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to worry"
side

the right or left half of an object, place, person, etc.

πλευρά, μέρος

πλευρά, μέρος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side"
friendly

kind and nice toward other people

φιλικός, ευγενικός

φιλικός, ευγενικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
to change one's mind

to change one's opinion or decision regarding something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [change] {one's} mind"
monkey

a playful and intelligent animal that has a long tail and usually lives in trees and warm countries

πίθηκος, μυρμίκι

πίθηκος, μυρμίκι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monkey"
born

brought to this world through birth

γεννημένος, τοκετός

γεννημένος, τοκετός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "born"
to solve

to find an answer or solution to a question or problem

λύω, επιλύω

λύω, επιλύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to solve"
score

the result of an exam that is shown by a letter or number

βαθμός, σκορ

βαθμός, σκορ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "score"
decision

a choice or judgment that is made after adequate consideration or thought

απόφαση, κριτική

απόφαση, κριτική

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decision"
to consider

to think about something carefully before making a decision or forming an opinion

εξετάζω, σκεφτόμαι

εξετάζω, σκεφτόμαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consider"
option

something that can or may be chosen from a number of alternatives

επιλογή, δυνατότητα

επιλογή, δυνατότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "option"
natural

originating from or created by nature, not made or caused by humans

φυσικός, φυσικής προέλευσης

φυσικός, φυσικής προέλευσης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "natural"
leader

a person who leads or commands others

ηγέτης, καθοδηγητής

ηγέτης, καθοδηγητής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leader"
direction

the position that someone or something faces, points, or moves toward

κατεύθυνση,  κατεύθυνση

κατεύθυνση, κατεύθυνση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "direction"
pretty

to a degree that is high but not very high

πολύ, αρκετά

πολύ, αρκετά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
agreeable

in accordance with what is desirable or enjoyable for one

ευχάριστος, άριστος

ευχάριστος, άριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agreeable"
agreeably

in a pleasant, enjoyable, or satisfactory manner

ευχάριστα, ευγενικά

ευχάριστα, ευγενικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agreeably"
disagreeable

opposed to what is likeable or pleasant for one

ανεπιθύμητος, μη ευχάριστος

ανεπιθύμητος, μη ευχάριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disagreeable"
disagreeably

in a manner that is not pleasant or enjoyable

ανευχάριστα, δυσάρεστα

ανευχάριστα, δυσάρεστα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disagreeably"
amazing

extremely surprising, particularly in a good way

καταπληκτικός, θαυμάσιος

καταπληκτικός, θαυμάσιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amazing"
amazingly

in a way that is extremely well or impressive

θαυμάσια, καταπληκτικά

θαυμάσια, καταπληκτικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amazingly"
angry

feeling very annoyed or upset because of something that we do not like

θυμωμένος, αγανακτισμένος

θυμωμένος, αγανακτισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angry"
angrily

in a way that shows great annoyance or displeasure

θυμωμένα, αγανακτισμένα

θυμωμένα, αγανακτισμένα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angrily"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek