pattern

Ρήματα Σύνδεσης και Αποσύνδεσης - Ρήματα για σκάψιμο

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στο σκάψιμο όπως "mine", "hollow" και "scoop".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Attachment, Separation, and Piercing
to dig

to remove earth or another substance using a tool, machine, or hands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dig"
to dig up

to find something by excavating or digging in the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dig up"
to mine

to extract resources from the earth by digging

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mine"
to excavate

to dig a hole or make a channel in the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excavate"
to hollow

to carve out the inner part or center of something, creating an empty space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hollow"
to unearth

to dig the ground and discover something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unearth"
to grub

to dig or search in the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grub"
to trench

to dig a long, narrow hole in the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trench"
to burrow

to dig a hole or tunnel into the ground or other surface to create a space for shelter or habitation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burrow"
to delve

to dig into the ground, turning, loosening, or removing soil

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delve"
to exhume

to dig out a corpse from the ground, especially from a grave, for examination, reburial, or other purposes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exhume"
to spade

to dig using a tool with a flat blade and a long handle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spade"
to scoop

to lift or remove something using a tool with a hollowed surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scoop"
to shovel

to use a rounded blade attached to a long handle to dig or move earth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shovel"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek