pattern

Ρήματα Σύνδεσης και Αποσύνδεσης - Ρήματα για κοπή

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην κοπή, όπως "trim", "shred" και "chop".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Attachment, Separation, and Piercing
to cut

to divide a thing into smaller pieces using a sharp object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut"
to cut down

to cut through something at its base in order to make it fall

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut down"
to cut out

to use a sharp object like scissors or a knife on something to remove a section from it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut out"
to cut up

to slice something into smaller parts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut up"
to gash

to make a deep cut or opening, often using a sharp tool or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gash"
to shred

to cut something into very small pieces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shred"
to snip

to cut or remove something by pinching or using scissors

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snip"
to trim

to cut beard, hair, or fur in a neat and orderly manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trim"
to lacerate

to pierce or tear the skin or flesh, causing deep and often irregular wounds

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lacerate"
to clip

to neatly cut or remove something using scissors or a similar tool

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clip"
to snick

to make a slight and precise cut, typically with a razor or a sharp tool

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snick"
to score

to make shallow cuts or marks on a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to score"
to mow

to cut grass, wheat, etc. with a gardening machine or handheld tools, such as a scythe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mow"
to crop

to cut the edges or parts of something, often to change its shape or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crop"
to nick

to make a small, shallow cut or groove into something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nick"
to notch

to cut a V-shaped groove or mark into something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to notch"
to chop

to cut something into pieces using a knife, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chop"
to sever

to separate something from a whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sever"
to cut off

to use a sharp object like scissors or a knife on something to remove a piece from its edge or ends

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut off"
to slit

to create a clean and narrow cut through something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slit"
to hack

to forcefully cut through something using rough movements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hack"
to hew

to cut something by striking it with an axe or similar tool

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hew"
to slash

to violently cut with a quick move using a knife, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slash"
to saw

to cut through a material using a tool with a toothed blade

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to saw"
to cleave

to cut something using a sharp tool, often with precision and accuracy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cleave"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek