pattern

Ρήματα Σύνδεσης και Αποσύνδεσης - Ρήματα για Συνημμένο

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε προσάρτηση, όπως "connect", "join" και "adhere".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Attachment, Separation, and Piercing
to fix

to cause to be firmly fastened or secured

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fix"
to connect

to join two or more things together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to connect"
to interconnect

to link together, creating connections or relationships between different parts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interconnect"
to interlock

to fit or lock together securely, keeping things in a stable or connected position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interlock"
to attach

to physically connect or fasten something to another thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attach"
to annex

to attach a document to another, especially in formal or legal writings

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to annex"
to join

to be connected or linked together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to join"
to link

to establish a physical connection or attachment between two or more things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to link"
to network

to link devices or computers in a way that they can send and receive information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to network"
to hook up

to link or connect someone or something to another device or system

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hook up"
to secure

to fasten or lock something firmly in place to prevent movement, damage, or unauthorized access

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to secure"
to embed

to firmly and deeply fix something in something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embed"
to unite

to come together and form a single entity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unite"
to weld

to join two or more pieces of metal together using heat and pressure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weld"
to cement

to securely attach or join objects together using a strong adhesive material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cement"
to stick

to fix an object to another, usually with glue or another similar substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stick"
to adhere

to firmly stick to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adhere"
to glue

to connect or attach items by applying a sticky substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to glue"
to tape

to secure objects together by using an adhesive strip

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tape"
to stitch

to join fabric or material by using a needle and thread

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stitch"
to patch

to repair by applying a piece of material to cover a hole or damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to patch"
to label

to stick or put something such as tag or marker, with a little information written on it, on an object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to label"
to tag

to securely attach a small piece of identification or information to an item

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tag"
to unify

to join things together into one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unify"
to bond

to connect things together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bond"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek