pattern

Ρήματα Νοητικών Διεργασιών - Ρήματα για μάθηση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στη μάθηση, όπως "μελέτη", "καταλαβαίνω" και "εξάσκηση".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs Denoting Mental Processes
to learn

to become knowledgeable or skilled in something by doing it, studying, or being taught

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to learn"
to master

to learn to perform or use a skill or ability thoroughly and completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to master"
to study

to spend time to learn about certain subjects by reading books, going to school, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to study"
to internalize

to incorporate or integrate information, beliefs, or values into one's own understanding or mindset

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to internalize"
to acquire

to gain skills or knowledge in something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquire"
to absorb

to understand and incorporate information, ideas, or experiences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to absorb"
to take in

to comprehend something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take in"
to assimilate

to fully comprehend and integrate information or ideas

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assimilate"
to digest

to mentally process and integrate information or experiences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to digest"
to grasp

to mentally understand information or concepts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grasp"
to practice

to do or play something many times to become good at it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to practice"
to rehearse

to practice a play, piece of music, etc. before the public performance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rehearse"
to brush up

to practice and improve skills or knowledge that one has learned in the past

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brush up"
to specialize

to have the necessary knowledge, experience, or set of skills in a particular field

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to specialize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek