pattern

Ρήματα Νοητικών Διεργασιών - Ρήματα για Υπόθεση και Εκτίμηση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην υπόθεση και την εκτίμηση, όπως "μάντεψε", "υποθέτω" και "speculate".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs Denoting Mental Processes
to guess

to estimate or form a conclusion about something without sufficient information to verify its accuracy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guess"
to think

to imagine, expect, or intend something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to think"
to reckon

to guess something using available information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reckon"
to suppose

to think or believe that something is possible or true, without being sure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suppose"
to presume

to think that something is true based on probability or likelihood

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to presume"
to assume

to think that something is true without having proof or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assume"
to surmise

to come to a conclusion without enough evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surmise"
to speculate

to form a theory or opinion about a subject without knowing all the facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speculate"
to theorize

to formulate a hypothesis to explain something, often as a starting point for further investigation or study

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to theorize"
to hypothesize

to make an educational guess or to present a theory or assumption one is not sure about

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hypothesize"
to conjecture

to form an idea or opinion about something with limited information or unclear evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conjecture"
to imagine

to suppose or guess something without concrete evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imagine"
to guesstimate

to estimate something by calculating and guessing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guesstimate"
to estimate

to guess the value, number, quantity, size, etc. of something without exact calculation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to estimate"
to underestimate

to guess or calculate a value, size, or etc. to be lower than it actually is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underestimate"
to overestimate

to guess or calculate a value, size, or etc. to be higher than it actually is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overestimate"
to extrapolate

to estimate something using past experiences or known data

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extrapolate"
to approximate

to make a rough guess about quantities or time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approximate"
to value

to determine or assign a monetary worth to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to value"
to valuate

to determine the worth or importance of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to valuate"
to project

to guess or predict future outcomes or trends based on current data or analysis

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to project"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek