pattern

Ρήματα Νοητικών Διεργασιών - Ρήματα για την ύπαρξη γνώμης ή τάσης

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στο να έχετε άποψη ή τάση όπως "θεωρώ", "κλίνω" και "υποψιάζομαι".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs Denoting Mental Processes
to regard

to think about someone or something in a specified way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to regard"
to account

to regard someone or something in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to account"
to deem

to consider in a particular manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deem"
to take for

to interpret something with a specific viewpoint or assumption

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take for"
to incline

to have a positive or favorable inclination or willingness towards a particular action, idea, or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incline"
to tend

to be likely to develop or occur in a certain way because that is the usual pattern

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tend"
to dispose

to make someone open and willing to embrace an attitude, belief, or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dispose"
to lean towards

to favor something, especially an opinion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lean towards"
to believe

to hold an opinion that something is the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to believe"
to think

to have a type of belief or idea about a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to think"
to buy

to believe something as true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
to trust

to believe that someone is sincere, reliable, or competent

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trust"
to doubt

to not believe or trust in something's truth or accuracy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to doubt"
to suspect

to think that something is probably true, especially something bad, without having proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suspect"
to buy into

to wholeheartedly believe in a set of ideas

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy into"
to hold

to have a specific opinion or belief about someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold"
to consider

to regard someone or something in a certain way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consider"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek