pattern

Ρήματα Νοητικών Διεργασιών - Ρήματα για υπεκφυγή και πρόληψη

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε φοροδιαφυγή και πρόληψη, όπως "αποτρέπω", "περιορίζω" και "αποτρέπω".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs Denoting Mental Processes
to prevent

to not let someone do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prevent"
to preclude

to stop or prevent something from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to preclude"
to avert

to prevent something dangerous or unpleasant from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to avert"
to deter

to stop something from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deter"
to thwart

to intentionally prevent someone or something from accomplishing a purpose or plan

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thwart"
to foil

to stop or hinder someone's plans or efforts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to foil"
to restrain

to hold back the expression of emotions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to restrain"
to avoid

to intentionally stay away from or refuse contact with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to avoid"
to evade

to deliberately avoid facing or fulfilling something difficult, unpleasant, or obligatory

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evade"
to shun

to deliberately avoid, ignore, or keep away from someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shun"
to dodge

to intentionally avoid an issue or responsibility

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dodge"
to circumvent

to evade an obligation, question, or problem by means of excuses or dishonesty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circumvent"
to elude

to cleverly avoid or escape from someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to elude"
to shake off

to physically remove something by shaking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shake off"
to sidestep

to avoid or bypass a problem, question, or responsibility by addressing it indirectly or by taking a different approach

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sidestep"
to eschew

to avoid a thing or doing something on purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eschew"
to skirt

to avoid or ignore doing something that one finds to be difficult or controversial

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skirt"
to shirk

to avoid or neglect one's responsibilities, often by finding ways to escape from them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shirk"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek